Ο ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών από το τουρκικό mastor.

Μάρκος Βαμβακάρης, Θέλω μαστούρης να γινώ, 1933.

Θέλω μαστούρης να γίνω να ρθω να μαι μαζί σου

γιατί εσένα αγαπώ βρ αμάν αμάν κι όχι την άδελφή σου

Μπαγάσηδες τ αδέρφια σου για μένα δεν τους νοιάζει

με κλείσανε στην φυλακή βρ αμάν αμάν κι έχω γι αυτούς μαράζι

με κλείσανε μες στου Συγγρού βρ αμάν αμάν κι έχω γι αυτούς μαράζι

Τη στρίγκλα τη μανούλα σου που όταν με δει με βρίζει

της εύχουμαι στα γηρατειά βρ αμάν αμάν σαν σκύλα να γαυγίζει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαστουρωμένος, ο συναχωμένος.

Συναχωμένος μου ρχεσαι, αμάν, αμάν, μουρμούρη μ' από πέρα και μεσ' στα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα. Με ποιον τα 'χεις, συνάχη μου, αμάν, αμάν και πας να καθαρίσεις τη ιδική σου θίξανε και πας να εγκληματίσεις. Κοίτα καλά συνάχη μου, αμάν, αμάν, που πάντα ξεσπαθώνεις, εκεί π'ανακατέβεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη δώκεις. Το πουλασιλίκι σου, αμάν, αμάν και πάψε το συνάχι και δεν ανακατέβομαι, συνάχη μου, σε οτι κι αν σου λάχει. Συναχωμένος μου ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου από πέρα και μεσ' στα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Συνάχης, 1934).

Got a better definition? Add it!

Published