Από τις λέξεις κοντός και πουτάνα, στο αρσενικό.
Συνώνυμο του πούστη άνδρα, αλλά σε πιο μικρο βαθμό.
- Ρε Μήτσο αυτός ο κοντοπούτανος ο Μάκης πάλι μου πήρε τον αναπτήρα και δεν τον έφερε ο μαλάκας...
- Και μένα μου χει φάει έτσι 2-3...
Από τις λέξεις κοντός και πουτάνα, στο αρσενικό.
Συνώνυμο του πούστη άνδρα, αλλά σε πιο μικρο βαθμό.
- Ρε Μήτσο αυτός ο κοντοπούτανος ο Μάκης πάλι μου πήρε τον αναπτήρα και δεν τον έφερε ο μαλάκας...
- Και μένα μου χει φάει έτσι 2-3...
Got a better definition? Add it!
Ένα σημαντικό επίρρημα της νεοελληνικής, σημαίνει ότι κάποιος κάνει/ παίζει πουστιά, ότι φέρεται με πονηριά, μπαμπέσικα, άνανδρα, ύπουλα, όχι ευθέως αλλά εμμέσως και με τσαλιμάκια. Συνήθως λέμε ότι κάποιος ξηγιέται πούστικα.
Επίσης, χρησιμοποιείται ενίοτε και στο πλαίσιο ινσέψιο, όπως "στον πούστη (φέρομαι) πούστικα", "στην πουστιά (απαντώ) πούστικα" κ.ο.κ.
Ετυμολογείται εκ του τουρκικού puşt < περσικό پشت (pošt: πίσω, πισινός).
Got a better definition? Add it!