Τα γυναικολογικά, τουτέστιν:

  1. τα όργανα (σάλπιγγες, ωοθήκες, μήτρα, κλπκλπ.)
  2. τα προβλήματα (παθήσεις, αρρώστιες, ενοχλήσεις)
  3. τα ορμονικά...
    και τέλος
  4. τα σχετικά σλανγκολήμματα (στα δώδεκά μου, μουνίλα, καφέ, ροζ, κλπ ορεκτικά).

Είναι αρκούντως πρόστυχη ή τεσπα υποτιμητική λέξη, αλλά χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να αστειευτούμε ή να μην δείξουμε ότι πρόκειται περί σοβαρού προβλήματος.

  1. Πέρασε κιόλας χρόνος, ήρθε η ώρα να κάνω πάλι τσεκάπ στα μουνικά ρε πστ.

  2. Πρέπει να πάρω δύο βδομάδες οφ, έχω θέμα με τα μουνικά, παίζει να κάνω επέμβαση.

  3. Πάλι σε πιάσανε τα μουνικά σου και μας πρήζεις τ' αρχίδια;

βλ. και υδραυλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified