Κουΐκ εντ ντέρτυ αποδελτίωση συνταγών (οδηγός μαγειρικής στο πόδι) από τα μέλη του σλανγκρ, για τις ιδιαίτερες εκείνες στιγμές που θέλουμε να μαγειρέψουμε γρήγορα και απλά ένα καλό γεύμα.

Τα περισσότερα εδέσματα (εκτός των κλασσικών: φασολάδα, κλπ) εμπίπτουν στο χαρακτηρισμό της γκουρμεδιάς.

Καλή μας όρεξη!

(από peregrine, 17/03/13)(από σφυρίζων, 19/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικολογικά, τουτέστιν:

  1. τα όργανα (σάλπιγγες, ωοθήκες, μήτρα, κλπκλπ.)
  2. τα προβλήματα (παθήσεις, αρρώστιες, ενοχλήσεις)
  3. τα ορμονικά...
    και τέλος
  4. τα σχετικά σλανγκολήμματα (στα δώδεκά μου, μουνίλα, καφέ, ροζ, κλπ ορεκτικά).

Είναι αρκούντως πρόστυχη ή τεσπα υποτιμητική λέξη, αλλά χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να αστειευτούμε ή να μην δείξουμε ότι πρόκειται περί σοβαρού προβλήματος.

  1. Πέρασε κιόλας χρόνος, ήρθε η ώρα να κάνω πάλι τσεκάπ στα μουνικά ρε πστ.

  2. Πρέπει να πάρω δύο βδομάδες οφ, έχω θέμα με τα μουνικά, παίζει να κάνω επέμβαση.

  3. Πάλι σε πιάσανε τα μουνικά σου και μας πρήζεις τ' αρχίδια;

βλ. και υδραυλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Εργαλείο για να βιδώνεις και ξεβιδώνεις μεταλλικά αντικείμενα, του οποίου η λαβίδα θυμίζει δαγκάνα κάβουρα, εξ ου και το όνομα.

  • Καβούρι είναι και το Crab louse, η γνωστή καβουρογαμόψειρα.

  • Ο κολλητσίδας, αυτός που σε πιάνει στις δαγκάνες του και δεν σε αφήνει να φύγεις. Όχι μόνο η γκόμενα καβουρογαμόψειρα, αλλά και ο φίλος /-η.

  • Ασφαλώς και ο καβουροσλανγκόσαυρος.

Ανακεφαλαιώνοντας, το εξαιρετικά σλανγκενεργό αυτό οστρακόδερμο μας δίνει τουλάστιχον 8 σημασίες, εκ των οποίων οι 5 βασικές (ο μποντιμπιλντεράς, ο κάγκουρας, ο τσιγκούνης, το εργαλείο και ο κολλητσίδας) συν μία αγγλιά, μία αυτοαναφορική και μία πραγματολογική σημασία.

Ακόμη μας δίνει τις εκφράσεις:

Ο λαός μας έχει ακόμη τις εκφράσεις:

  • να καβούρους, δώσε μου αλεύρι, για άδικες ανταλλαγές,
  • τι είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του, για κάτι που δεν επαρκεί, διότι είναι λίγο σε ποσότητα,
  • πάω σαν τον κάβουρα βαδίζω πλάγια, κινούμαι αργά και νωθρά.

    Δες τη Βικούλα.

Πάσα: ΑυτοχτοΝούλης.

  1. - Μπα, δεν γίνεται με το κλειδί, για φέρ' τον κάβουρα ρε μάστορα.

  2. - Πρόσεχε Χάνκυ μη κολλήσεις καβουρογαμόψειρες, γιατί πλησιάζει και η 27η Φεβρουαρίου (Παγκόσμια Ημέρα Frappernité)!
    (Ο σλανγκομπαμπάς Vrastaman δίνει την πατρική του συμβουλή εδώ).

  3. Εἶπεν οὖν ὁ διδάσκαλος:
    - Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸ λῆμμα τῶν Σλάνγκων καὶ βαλεῖν τοῖς καβουρίοις.
    - Ναὶ, κύριε, πλὴν καὶ οἱ καβουροσλανγκόσαυροι ἐσθίουσι ἀπὸ τῆς λημματολάσπης τῆς πιπτούσης ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν Σλάνγκων καὶ εὐφραίνονται.
    - Ὦ τέκνον κάβουρα, μεγάλη σου ἡ δαγκάνα!
    (Από την παραβολή του κάβουρα).

(από Khan, 20/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω του στρογγυλού σχήματος και της οπής στο κέντρο, το κουλούρι σλανγκίζεται ως:

  1. Ο πρωκτός, ο δακτύλιος του πρωκτού. Βλ. του τρώω το κουλούρι.

  2. Το μηδενικό. Αυτοαναφορικώς, τα μηδέν άστρα σε λήμμα, τα οποία συνήθως δίνονται κακοπροαίρετα, εκτός κι αν τύχει το λήμμα να είναι ταυτόχρονα εξώφθαλμα μη σλανγκ και λάθος ορισμός.

Οπότε, κερνάω κουλούρι, σημαίνει και τα δύο παραπάνω, δηλ. είτε στήνω κώλο, είτε βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο». Αυτή η κάθε άλλο παρά τυχαία σύμπτωση, δίνει αφορμή στον Σλάνγκο για έναν εύκολο (αλλά καθ΄όλα θεμιτό σλανγκικώς) αστεϊσμό εις βάρος του κατωποντοδότη σου. Μπορεί να του πει «σ' ευχαριστώ που με κέρασες κουλούρι», που μπορεί να εκληφθεί και ως ύψιστη ανεξικακία, αλλά και ως υπονοούμενο ότι «έκατσες και σε γάμησα απ' τον κώλο», και σε κάθε περίπτωση, ότι ο κατωποντοδότης κουλουρατζής είναι μια πρωκτικάντζα.

Ο κατωποντοδότης κουλουρατζής έχει σλανγκισθεί από τον χρήστη Vrastaman και ως Κίμων Κουλούρης (σ.ς.: γλωσσικός μόνο ο συνειρμός;, αναρωτώμαι) και η αόρατη χειρ του ως «χειρ του Κίμωνος» κατά το Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η. Επίσης, για την επέλαση ορδών από κουλουρατζήδες μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η έκφραση γιούρ(γ)ια στον ταβλά με τα κουλούρια. Καθώς μάλιστα, κατά τον GATZMAN, τα κουλούρια είναι ένα νηστήσιμο έδεσμα που τρώγεται ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Σαρακοστής.

  1. Από bourdela.tv:

Αποφασισμένος για κουλούρι καταθέτω το σεβαστό ποσό και διαβαίνω εις το στρόγγυλο κρεβάτι.Κάνω ένα τσιγαράκι, χαζεύω λίγο τσόντα (παρεμπιπτόντως, δεν έχω πετύχει ποτέ σε κάποιον εκ' των οίκων τσόντα με γνωστούς πρωταγωνιστές) και μπαίνει η καυλιάρα η οποία μου λέει πως μόλις έχει κάνει μπάνιο (στα θετικά αυτό).

  1. -Με κέρασε κουλούρι η καθηγήτρια!
    -Τυχεράκια!

  2. Πικραμένος Σλάνγκος που το ρίχνει στο χιούμορ:
    -Ρε παιδιά, ποιος από σας ήταν που με κέρασε κουλούρι; Πολύ μ' εξίταρε, να το ξανακάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζόγος, το τυχερό παίγνιο. Εκ του τουρκικού kumar που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Βέβαια το κουμάρι δεν παραπέμπει σε avantgarde καταστάσεις ενός ναού στο Μονακό, ούτε καν σε Πάρνηθα, και ταιριάζει σε άτομα low level, παρακάτω και από έναν απλώς άξεστο τζογαδόρο. Το κουμάρι είναι πιο underground και παρακμή. (Έχω μια μανία με την παρακμή...). Οι διαφορές πολλές:

1. Ο χώρος:
Ο κουμαρτζής δεν πάει κατά κανόνα στο καζίνο, ούτε θα τον συναντήσουμε σε καρέ που παίζονται στα λεγόμενα «καλά σπίτια» με τα μεγάλα σαλόνια, προτιμάει τις παράνομες λέσχες ή τα καφενεία χωριών ξεχασμένων από το θεό και την κοινωνία.

2. Τα παιχνίδια:
Ο κουμαρτζής δεν παίζει με πανάκριβη πλαστικοποιημένη τράπουλα, και κοκάλινες μάρκες σε καινούργια τσόχα, θα παίξει με τη λιγδιασμένη απο απλό χαρτόνι, και πάντα με μετρητά πάνω σε τσόχα μαύρη από τη λέρα και με άφθονες τσιγαριές. Δεν παίζει blackjack, αλλά στούκι, δεν παίζει στα crap tables του καζίνο, αλλά μπαρμπούτι πάνω σε κουβέρτα (βρώμικη) ή τραπέζι του μπιλιάρδου. Δεν παίζει Texas Hold'em, αλλά χαρακίρι, ασανσέρ, κούκο (μονό ή διπλό), νεκροταφείο, το κρυφό μπαλαντέρ, η ψωλή του βασιλέως κ.α. Δεν παίζει καν «πάμε στοίχημα», εννοείται πως έχει δικό του μπούκη (bookmaker) και παίζει παράνομο στοίχημα.

Τέλος, η λέξη κουμάρι δίνει μια ικανοποίηση όταν τη χρησιμοποιούμε, γεμίζει το στόμα, έχει μια δόση μαγκιά παραπάνω.

(Στη γειτονιά):

-κα Ευανθία: Είδα τον Κωστάκη σου κυρα Φωφώ μου, να βγαίνει απ΄του γερο-Φωκά τον καφενέ νωρίς τα ξημερώματα χθες.

-κα Φωφώ: Αχ! Τι να κάνω με τον αχαΐρευτο! Τον έφαγε το κουμάρι. Ως τις τέσσερις τον περίμενα, την ώρα που γύριζε η Λίλιαν με κάποιο αγόρι.

-κα Ευανθία: Η Λίλιαν έξω στις 4 το πρωί; Θεός φυλάξοι! Κάποιο λάθος θα έκανες Φωφώ μου. (Από μέσα της: δεν κοιτάς να μαζέψεις τον κουμαρτζή το γιο σου λέω 'γω...).

-κα Φωφώ: Δίκιο έχεις Ευανθία μου, μπορεί να λάθεψα. (Από μέσα της: Δεν κοιτάς να μαζέψεις το πουτανάκι την κόρη σου που πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα και την έχουν κάνει βούκινο οι Σλάνγκοι Δράκοι σε όλο το internet...).

He-Who-Can-Slang (από Vrastaman, 21/01/09)Ο Κουμαρτζής (Χ. Πιπεράκης 1939) (από HODJAS, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδεολογία του Διαδικτύου, όπως ο ασιγματισμόσ και ο ανορθογραφισμός. Σλανγκιστί λέγεται και ατονία ή κατατονία. Μοιάζει πιο πολύ με τον ασιγματισμό, καθώς γίνεται πιο πολύ για λόγους ευκολίας και κερδίσματος χρόνου, κι όχι για ιδεολογικούς ή ψυχο(παθο)λογικούς λόγους. Ο ατονιστής θέλει να ολοκληρώσει την αλλαγή που έγινε στο γραπτό μας σύστημα με το πέρασμα από το πολυτονικό στο μονοτονικό, και ίσως θεωρεί εαυτόν ως προάγοντα σε μια αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση που κάποτε μπορεί να έρθει.

Αντώνυμα: πολυτονισμός. Υπάρχουν πολλοί που επιμένουν να χρησιμοποιούν τους τόνους και τα πνεύματα του πολυτονικού συστήματος και στα φόρα και αλλού στα διαδίχτυα.

Μελετάται έντονα από τους ειδικούς σλανγκολόγους των φορόρουμ [Σημ: ψωνισμένος τρόπος να πεις «φόρουμς» στην Γενική] αν υπάρχει εγγενής σχέση μεταξύ ατονισμου και ασιγματισμού. Είναι νωρίς πάντως για να βγουν οριστικά συμπεράσματα σ' αυτήν την διερεύνηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδεολογία του Διαδικτύου, όπως και ο ασιγματισμόσ, η οποία αναπτύσσεται σε φόρα από αγοραίους τύπους. Έχει διαφορετικές φράξιες. Θα αναφερθώ σε ορισμένες, χωρίς δυνατότητα εξάντλησής τους.

  1. Ο ριζοσπαστικός επαναστατικός ανορθογραφιστής. Θεωρεί ότι η ορθογραφία είναι ένα εξουσιαστικό κατεστημένο status quo. Η ανορθογραφία είναι γι' αυτόν ένας επαναστατικός ακτιβισμός. Συχνά πρόκειται για άνθρωπο με παιδεία που έχει την δυνατότητα να ορθογραφήσει άψογα τις λέξεις, αλλά συνειδητά την απαρνείται για χάρη μιας επαναστατικής σκοπιμότητας. Όπως, δηλαδή, οι Μαρξ και Ένγκελς ήταν μάλλον Μαρξ εντ Σπένσερ, αλλά απαρνήθηκαν τον μεγαλοαστισμό τους από αλληλεγγύη στους προλετάριους σύντροφους, έτσι κι ο ανορθόγραφος αυτού του τύπου απαρνείται την πλούσια παιδεία του από αλληλεγγύη στους ανορθόγραφους όλου του κόσμου.

  2. Anorthographus Trolleatziticus. Ανήκει στο είδος των τρολεατζήδων, που ευδοκιμεί στα διαδίχτυα. Η ακραία ανορθογραφία είναι απλώς ένα μέσο για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των άλλων. Και αυτός έχει συχνά παιδεία και άψογη ορθογραφία, αλλά έχει ασταθή αυτοπεποίθηση, και κατά τον αρχαίο θρύλο του Ηροστράτου, αν δεν μπορεί να μείνει στην Ιστορία ως διάσημος, επιδιώκει να μείνει στην Ιστορία ως διαβόητος. Είναι σαν τη Λερναία Ύδρα. Αν τον κατηγορήσεις για ανορθογραφία, θα συνεχίσει να ανορθογραφεί, για να αποσπάσει ακόμη περισσότερο την προσοχή σου. Καλύτερα να του πεις, «μπράβο τι ωραία που το γράφεις έτσι», ή ακόμη καλύτερα να αδιαφορήσεις πλήρως. Η διαφορά από το πρώτο είδος είναι ότι στον πρώτο ο λόγος είναι ιδεολογικός, ενώ στον δεύτερο ψυχολογικός. Αλλά κατά τους Γιαλομάδες τα δύο είδη δεν έχουν ειδοποιό διαφορά, αφού πίσω από κάθε και καλά ιδεολογικό λόγο υποκρύπτεται ένας ψυχολογικός.

  3. Ανορθόγραφος ο ταπεινοσχήμων. Προβάλλει ένα προφίλ λαϊκού παιδιού, που πραγματικά είναι ανορθόγραφος επειδή δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να μάθει γράμματα, ή επειδή το κεφάλι του δεν σκαμπάζει κ.ο.κ. Σπάνια αυτό είναι αλήθεια. Συχνότερα πρόκειται για έναν είρωνα, με την σωκρατική - δημοσθένειο έννοια του όρου, δηλαδή πρόκειται για κάποιον που επιτηδευμένα ανορθογραφεί, για να προβάλλει το προφίλ ενός αγράμματου παιδιού του λαού. Αυτός ο τύπος συχνά παρουσιάζει μια γενικότερη ταπεινοσχημία. Μας αποκαλύπτει λ.χ. ότι είναι άσχημος, τον φτύνουν οι γκόμενες κτλ. Δύο τινά συμβαίνουν. Ή είναι καθαρή μυθοπλασία τα παραπάνω. Ή είναι εν μέρει αλήθεια, και ο ανορθόγραφος τα εντείνει περαιτέρω για να συμφιλιωθεί με αυτούς τους «δαίμονές» της πραγματικής ζωής του, να τους ξορκίσει και να προκαλέσει την συμπάθειά μας, και την τρυφερότητα που φαίνεται ότι την έχει ανάγκη. Το χαρακτηριστικό του τρίτου τύπου είναι ότι δεν ανορθογραφεί με συνέπεια και σύστημα, αλλά άλλοτε ναι κι άλλοτε όχι. Αν μάλιστα τον ρωτήσεις, θα ορκίζεται και θα ομνύει ότι δεν ανορθογραφεί εκ συστήματος και θα επικαλεστεί ως τεκμήριο και περιπτώσεις που θα έχει ορθογραφήσει σωστά. Ο τρόπος όμως για να αποκαλύψεις την υποκρισία του είναι ότι ορθογραφεί καλά τα δύσκολα, και ανορθογραφεί τα εύκολα, επίτηδες προφανώς.

  4. Ο έντεχνος ανορθόγραφος. Είναι ο τύπος που την έχει δει Μέντης Μποσταντζόγλου και προσπαθεί μέσω της ανορθογραφίας να βγάλει κάποια κρυμμένα νοήματα, που τα κρύβει η ορθογραφική αρτιότητα. Ως προς αυτό μοιάζει με τον έντεχνο σλανγκιστή. Απλώς ο έντεχνος ανορθόγραφος πραγματικά το παρακάνει!

Τελειώνοντας, θα ήθελα να παρατηρήσω αφενώς ότοι η παραπάνω κατηγοριοποίηση είναι σχηματικοί, κι ότι στην πραγματικώτητα οι κατηγορίες μπορούν να αλληλωπλέκοντε και να συνυπάρχουν. Και κυρίος να κρούσο τον κόδονα του κυνδίνου ότι ο ανωρθωγραφησμώς ήνε κωλλητικώς κε κανής δεν είναι ασφαλύς απαίναντή του, συμπαιρηλαμβανωμαίνου κε του γράφωντως!!! Θαίλυ πρωσωχί!!

Ουφ! Έμεινα για λίγο στην καραντίνα και ανένηψα! Λοιπόν, από όσα φόρα έχει τύχει να διαβάσω, θυμάμαι τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανορθογραφιστών:

  1. Στο φόρουμ του Αθηνοράματος υπήρχε ένας εξαιρετικά μορφωμένος χρήστης, που υπέγραφε ως «Ώμικρον»! Ορθογραφούσε άψογα τα πάντα εκτός από τα όμικρον, που τα έγραφε όλα ως ωμέγα, και τα ωμέγα που τα έγραφε όλα ως όμικρον! Η πράξη του ερμηνευόταν ως επαναστατικός ακτιβισμός για την ανατροπή του εξουσιαστικού status quo της ορθογραφίας.

  2. Στο φόρουμ του bourdela.com υπήρχαν δύο χαρακτηριστικοί ανορθογραφιστές, ο «Πιτσιλιστής» και ο «Βόθρος». Και οι δύο χρησιμοποιούσαν λέξεις που φανέρωναν παιδεία. Ειδικά ο δεύτερος ήταν καθαρή περίπτωση ταπεινοσχήμονος. Έλεγε συνέχεια ότι είναι άσχημος και βρωμάει, εξ ου και το ψευδώνυμο, αλλά είχε παρ' όλα αυτά τον δικό του τρόπο να γοητεύει τις γκόμενες. Έκανε μπάχαλο κάθε συζήτηση με το να στρέφει την κουβέντα πάντα σε μια οχληρή περιαυτολογία του, έστω ταπεινόλογη.

  3. Στο slang.gr έχουμε τον γνωστό μας και μη εξαιρετέο Πάνο Β'. Αν θυμάμαι καλά, έχει αποτάξει την μομφή ότι ανορθογραφεί εκ συστήματος και έχει υποστηρίξει ότι δεν μπορεί παρά να ανορθογραφεί. Οπότε θα πρέπει να αποκλείσουμε την κατηγορία 1. Αλλά ύστερα από το λήμμα Εωσφόρος, νομίζω ότι ένας αντιεξουσιαστικός χαρακτήρας του ανορθογραφισμού του δεν πρέπει να αποκλειστεί. Επίσης, πιστεύω ότι ο Πάνος Β' έχει χαρακτηριστικά και από όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες 2, 3 και 4, οπότε πρόκειται για πολυσυλλεκτικό ανορθογραφιστή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι περισσότεροι το θεωρούν αρρώστια... Άλλοι πάλι το αντιμετωπίζουν ως κάτι απολύτως φυσιολογικό. Μου ζητήθηκε να γράψω τον ορισμό αυτού του λήμματος, γιατί εγώ έγειρα τον ασισματισμό στο σλανγκ τζηαρ.

Μα τι είναι αυτό το πράγμα τέλος πάντων;

Όλοι ξέρουμε ότι, στο τέλος των λέξεων το -σ γίνεται -ς. Όχι πάντα...
Οι «πάσχοντες» δε χρησιμοποιούν για λόγους συντομίας το αγαπημένο σίγμα στο γραπτό λόγο στον υπολογιστή και στη θέση του βάζουν το -σ (π.χ. μαλάκασ).

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, τα κείμενα απο τους αστιγματιστές είναι δυσανάγνωστα και πρέπει να καταπολεμηθεί αυτή η αρρώστια με οποιοδήποτε τρόπο. Από την άλλη, οι αστιγματιστές δηλώνουν ότι, δεν είναι άρρωστοι και ότι, δεν πρέπει να δίνεται τόση σημασία σε αυτό, αλλά στο περιεχόμενο του λόγου.

Όσο εξελίσσεται η τεχνολογία, εξελίσσεται και ο ασιγματισμός. Το σίγμα που, όπως όλοι ξέρουμε, συντελεί στη δημιουργία των διπλών συμφώνων και κυρίως του ψ και του ξ, τείνει να τα καταργήσει και να τα κάνει πσ και κσ.

****Δεν πρέπει να μπερδεύεται με τους τριχοφοβικούς****

ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΤΟΜΙΑ

- Καταργήθηκε το τελικό σίγμα;;;
- Ναι, θεωρηθηκε ότι παίρνει τη δουλειά του κανονικού σίγμα, το οποίο κατέθεσε ασφαλιστικά μετρα, τα κέρδισε και πήρε προσωρινή διαταγή, οπότε το τελικό πήρε τον πούλο... Δράμα σου λέω... Απλά μέχρι στιγμής το ξέρουνε λίγοι, οπότε μην το κανεις θεμα. ;)

(ντόπιο)

(όλα τα σχόλια μου κάπου θα έχουν παραδείγματα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δίνει πόντους.

Σύνθετη λέξη από το «ποντοπόρος» και το «πουτσοδότης» - λέμε τώρα, μπορεί και να πιάσει.

Στο πλαίσιο του slang.gr, καλός άνθρωπος. Απλόχερα μοιράζει πόντους σε ό,τι καλό δει. Δίνει πράσινα τικ χαλαρά, αν:

  1. το λήμμα είναι μια καινούργια λέξη που δεν την ξέρει κι έχει πλάκα ή γλωσσικό ενδιαφέρον, ή/και
  2. ο ορισμός είναι καλογραμμένος, ή/και
  3. το παραδειγματάκι είναι πετυχημένο.

Ο ποντοδότης δεν περιμένει να είναι όλα τέλεια για να δώσει τικ - ένα απ' αυτά να είναι εντάξει, φτάνει.

Ο ποντοδότης διαβάζει προσεκτικά τα όσα ανεβάζουν οι άλλοι και προσπαθεί να μοιράσει κάποια τικ κάθε φορά που μπαίνει στο site - ένα είναι καλύτερο από κανένα και πέντε τικ τη μέρα το γιατρό τον κάνουν πέρα - λέμε τώρα πάλι. Διότι ο ποντοδότης γνωρίζει ότι αυτή η επιδοκιμασία είναι η μόνη ανταμοιβή του καλλιτέχνη λεξιπλάστη και αργκολεξικογράφου - και όσο πιο ευτυχείς είναι οι καλλιτέχνες τόσο πιο πολλά λήμματα θα ανεβάζουν και τόσο μεγαλύτερη πλάκα θα κάνουμε όλοι μας.

Και για όσους δεν κατάλαβαν, βάλτε κάνα-δυο τικ, όπου νά 'ναι. Έτσι κι αλλιώς, τζάμπα είναι.

- Ρε μάστορα, έχω προσέξει ένα μυστήριο πράμα στο slang...
- Ορίστε να μου πεις.
- Ρε, ανεβαίνουν κορυφαία πράματα - και γαμώ τα λήμματα, δηλαδή - και με το ζόρι κάνουν διψήφιο νούμερο ... κανείς δεν ψηφίζει, ρε πούστη μου; Χάθηκαν οι ποντοδότες; Όλοι γράφουνε μόνο;
- Τι να σου πω, δίκιο έχεις ... και τα top, σχεδόν όλα είναι από πιο παλιά ... Νομίζω ότι πιο παλιά οι ορισμοί ήταν λιγότεροι κι ο κόσμος τους διάβαζε πιο πολύ ... ε, και βέβαια τα πιο παλιά λήμματα έχουν μείνει ανεβασμένα και πιο πολύ καιρό ...
- Έτσι είναι, αλλά κρίμα ... διότι υπάρχουν χρήστες που γράφουν τις κάλτσες τουςκαι δεν αμείβονται δεόντως ... ονόματα δε λέμε ...
- Ονόματα μπορεί να μη λέμε αλλά εσύ poniroskylo δεν είσαι βέβαια ένας απ'αυτούς και, συνεπώς, μην ψαρεύεις πόντους ...
- Καλά, είσαι μαλάκας ... δεν εννοούσα εμένα ρε ... εγώ, η τελευταία τρύπα του ζουρνά και γουστάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified