Αυτοσχέδιο διαδραστικό πνευστό όργανο (κάτι σαν την Τούμπα), χρησιμοποιείται και σαν ρήμα δηλώνοντας την χρήση του οργάνου.

Είναι σολίστ στην κλανοφυσαρούφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεομασάζ λάρυγγος.

Εγώ τους χάριζα λαρυγγοτσίμπουκα ρουφώντας όσο πιο πολύ μπορούσα τις ψωλές τους στο στόμα μου.

Δες και βαθύ λαρύγγι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλογυμνασμένος, άρτι αποτριχωθείς κι ετοιμογαμητέος ομοφυλόφιλος του Γκαζίου.

- Δεν το πιστεύω μωρή, μούνα έγινες! Palestra;
- Holmes αγάπη! Πήγαν τη συνδρομή στα 50 ευρώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικολογικά, τουτέστιν:

  1. τα όργανα (σάλπιγγες, ωοθήκες, μήτρα, κλπκλπ.)
  2. τα προβλήματα (παθήσεις, αρρώστιες, ενοχλήσεις)
  3. τα ορμονικά...
    και τέλος
  4. τα σχετικά σλανγκολήμματα (στα δώδεκά μου, μουνίλα, καφέ, ροζ, κλπ ορεκτικά).

Είναι αρκούντως πρόστυχη ή τεσπα υποτιμητική λέξη, αλλά χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να αστειευτούμε ή να μην δείξουμε ότι πρόκειται περί σοβαρού προβλήματος.

  1. Πέρασε κιόλας χρόνος, ήρθε η ώρα να κάνω πάλι τσεκάπ στα μουνικά ρε πστ.

  2. Πρέπει να πάρω δύο βδομάδες οφ, έχω θέμα με τα μουνικά, παίζει να κάνω επέμβαση.

  3. Πάλι σε πιάσανε τα μουνικά σου και μας πρήζεις τ' αρχίδια;

βλ. και υδραυλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετος όρος που αποτελείται από το πρόθεμα πουτσο- (με την κυριολεκτική έννοια αλλά και με την -για τον πούτσο- έννοια), και την σλανγκ, όπως απεικονίζεται στο σλανγκρ.

Ο όρος ομπρέλα αναφέρεται:

α) σε όλα εκείνα τα πιπεράτα λήμματα που ανθούν στο σλανγκρ, τύπου αδημουνώ, αχλαδομουνοπατσαβούρα, εθελοντής πουτσοδότης, πουτσομεζές κ.λ.π., τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο των λημμάτων.

β) στα ίου λήμματα, τα οποία ακροβατούν μεταξύ σεξουαλικού και εμετικού περιεχομένου. Ο λόγος είναι ότι στα ιταλικά, πούτσα (puzza) σημαίνει βρώμα (ουσιαστικό αλλά και ρήμα στο γ' ενικό).

Παράγωγo: πουτσοσλανγκιστής (ο σλάνγκος με έφεση στα πουτσολήμματα και όχι ο σλάνγκος για τον πούτσο)

Άμα περπατήσει ο όρος, θα βάλω και παραδείγματα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωκτάρης, πρωκτάρα: Μπούστης που είναι πρωτάρης στο σεξ.

Υπάρχει και το θηλυκό πρωκτάρα, που είναι η κοπελιά που τον παίρνει από πίσω για πρώτη της φορά.

  1. - Μίλτο μου, είμαι πρωκτάρης, γι' αυτό με το μαλακό!

  2. - Γιώργο μου, είμαι πρωκτάρα, δεν τον έχω δώσει αλλού, να το ξέρεις. Μόνο για σένα το κάνω, αλλά πρώτη και τελευταία. Εντάξει Γιωργάκη μου;
    - Καλά, καλά, φά' τον τώρα και βλέπουμε. (της τόνε βάζει) - Μωρή, εδώ μέσα χάνεις καρπούζι ολόκληρο. Τι πρωκτάρα και μαλακίες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με το μουνί, όπου μουνί = μουνί, αλλά και γυναίκα γενικά.

Αυτοαναφορικό: ο χρήστης του σλανγκ.γκρ που έχει κόλλημα με τα εις -μούνα λήμματα και άλλα (ο βράστα, η υποφαινόμενη και άλλοι, και άλλοι...).

  1. Δεν τον αντέχω άλλο τον Σάκη, όλο για μουνιά μουνιά μουνιά, δεν λέει τίποτ' άλλο. Ό,τι και να του πεις, εκεί καταλήγει. Έχει γίνει τελείως μουνόπληκτος!

  2. Βράστα, το λήμμα προς απάντησή μου στο σχόλιό σου!

Kant Dracula - yes, but is he μουνόπληκος??? (από Vrastaman, 03/04/09)(από allivegp, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κολλητή φίλη της (/του (ουδ.)) Λίλιαν.

Είναι πραγματικά αχώριστες, πάνε πάντα πακέτο!
Είναι και οι δύο θήλεα νέας κοπής, αλλά η διαφορά τους είναι η εξής: Ενώ η/το Λίλιαν είναι το υπερβατικό θεόμουνο, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην κατηγορία τριφασικό μουνί, η Καυλάουρα δεν έχει αντίστοιχες φυσικές προϋποθέσεις για να οδηγηθεί στην επίτευξη ανάλογων προσόντων. Κι έτσι μένει στον β' γυναικείο ρόλο, για τον οποίο, όμως, της αξίζει Όσκαρ!

Είναι καυλιάρα, γιατί η κοπέλα δείχνει ότι το παλεύει πραγματικά πολύ. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, σιλικόνες, τσιμπουκόχειλα, εξτένσιον, ψεύτικα νύχια κ.ο.κ. Κι έτσι τελικά δεν σε καυλώνει με την ίδια την ομορφιά της, όσο με την προσπάθεια που καταβάλλει για να σε καυλώσει.

Και το πιο συγκινητικό απ' όλα είναι ασφαλώς το ονοματάκι της! Ετυμολογείται από το Ευαγγελία, που έγινε Βαγγελίτσα, από εκεί Λίτσα, και το Λίτσα θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι προκύπτει απ' το Λάουρα. Καθώς όλη αυτή η αγωνία και επιμονή έχει κάτι το καυλωτικό, τελικά χαρατηρίζεται ως Καυλάουρα.

-Τι μου λες ρε φίλε; Θα ξεμοναχιάσεις εσύ την Λίλιαν, και θα μ' αφήσεις εμένα με την Λάουρα; Δεν παίζω!
-Γιατί σε χαλάει; Μια χαρά Καυλάουρα είναι! Άμα θες άσ' τις μου εμένα και τις δύο!...

Η Καυλάουρα δεν είναι εδώ... (από HODJAS, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified