Further tags

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!

πλεονάζει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικώς, η μάνα του καβουροσλανγκόσαυρου, η κυρία καβουρίνα. Ή ο Υπερθετικός του τοιούτου σλανγκόβιου οργανισμού. Το κοινό είναι ότι και των δύο ειδών οι καβουρομάνες διακρίνονται για την καθήλωσή τους στο πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης. Οι σλανγκικές καβουρομάνες απλώς είναι ενίοτε και διασκεδαστικές, ενώ οι κοινές καβουρομάνες σχεδόν ποτέ...

- Κάνεις αυτοαναφορική προσθήκη στο λήμμα «καβουρομάνα»; Ε, είσαι μεγάλη καβουρομάνα ρε Ντέρτι, πάει και τελείωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified