Η λέξη που δηλώνει την ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία. Αυτό σημαίνει ότι κάτι παράνομο/αντικανονικό στην πράξη δεν τιμωρείται ούτε διώκεται. Εξ ου και το επίθετο νομιμοπαράνομος/η.

1) - Ρε μη καπνίζεις μπάφο δημόσια, θα σε τσακώσουνε!
- Χαλάρωσε μαν, εδώ στη Καλαμάτα ο μπάφος είναι στη νομιμοπαρανομία!
2) Όλοι ξέρουν ότι το να διπλοπαρκάρεις σε αυτό το δρόμο είναι νομιμοπαράνομο. Μόνο εμένα γράψανε!
3) Μην δίνεις με το σταυρό στο χέρι πανελλήνιες! Αντέγραψε στις τουαλέτες! Οι επιτηρητές αφήνουν αυτή την νομιμοπαρανομία.

Σημειώνεται βέβαια ότι η λέξη καθιερώθηκε από τα μέλη του ΚΚΕ τη δεκαετία του '20 και του '30 με την αντίθετη σημασία, δηλαδή για να περιγράψουν τις περιόδους που το κόμμα ήταν μεν νόμιμο αλλά κυνηγιόταν σαν να ήταν παράνομο.

"Έπεσε ο Πάγκαλος αλλά δεν χαλαρώσαμε γιατί από την παρανομία περάσαμε στη νομιμοπαρανομία, όπως τη λέγαμε" (Από το "Αναμνήσεις από τη ζωή της ΟΚΝΕ", Αύρα Παρτσαλίδου, 1976, Σύγχρονη Εποχή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση υποδηλώνει καλοπέραση.

Στην έκφραση χρησιμοποιούνται επιθετικοί προσδιορισμοί που είναι γενικά συσχετισμένοι με αρνητικές καταστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως συνδέονται με εξόχως θετικές καταστάσεις.

Έτσι η τεχνητή μελανοποίηση οδηγεί στην παρουσίαση της θετικότητας της κατάστασης με αρκετά χιουμοριστικό τρόπο. Βέβαια, για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να χρησιμοποιηθεί κατάλληλη γλώσσα σώματος.

- Και πώς περάσατε στη Γαλλία;
- Άσ' τα να πάνε. Το κρασί παλιό... το χαβιάρι μαύρο...

(από GATZMAN, 09/11/10)(από Protoslangarios, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified