1. (ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω

  2. Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω

  1. Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...

  2. - Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η μεγάλη αράχνη, είδος φαρμακερής αράχνης.

Μεταφορικά η μαλακία, ο αυνανισμός.

  1. - Τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά.

  2. - Γαμάει ο Μήτσος καθόλου;
    - Τι να γαμήσει αυτός ρε, τόσους μήνες παίζει μόνο DOTA , τον έχει φάει η μαρμάγκα για τα καλά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified