Τεζιάκι ἤ τεζάκι.


Ἐπίσης τεζιάχι ἤ τεζάχι ἐδῶ

"Το τεζιάκι, [ουσιαστικό], ξύλινος πάγκος στον οποίο τοποθετούνταν τα μπουκάλια με τα ποτά του καφενείου, αλλά και τα ποτήρια, τα φλιτζάνια του καφέ, καθώς και τα πήλινα και εμαγιέ πιατελάκια τους. Κάποιες φορές ήταν φτιαγμένο από πεντελικό μάρμαρο με σκαλιστές λεπτομέρειες, γούρνα από χαλκό, βρυσάκια-δοκιμαστές αλλά και ειδική θέση για τα χρήματα.

Στα παλαιά καφενεία συχνά, ήταν κατασκευή που περιβάλλονταν από ένα είδος ξύλινου τέμπλου, γεμάτο ράφια στολισμένα με μικρά μπουκαλάκια ποτών, όπου ετοιμάζονταν ο ο δίσκος με την παραγγελία, και αποτελούσε τον προσωπικό και συνήθως άβατο για τους πελάτες, χώρο του καφετζή." ἐδῶ

Στο τεζιάκι συνήθως βρισκόνταν κι ο μπεζαχτάς, το ταμείο δηλαδή του καφενέ.

Ετυμολογία

τεζιάκι < τουρκική tezgâh < περσική دستگاه (dastgāh) 

ἐδῶ

"... και πήγε και θρονιάστηκε ολομόναχος, στο βάθος, πλάι στο τεζιάκι του καφετζή", Νίκου Καζαντζάκη, "Ὁ Καπετάν Μιχάλης"

"πετάχτηκε από το τεζιάκι και έτρεξε να τον καλωσορίσει", Νίκου Καζαντζάκη, "Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται".

"ὁ δὲ Μιχάλης ἔλαβε τὴν βοτίλιαν τῆς μαστίχας ἀπὸ τὸ τεζάχι καὶ ἤρχισε νὰ πίνῃ ἡδονικῶς εἰς μεγάλας δόσεις." Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, "Βαρδιάνος στὰ σπόρκα"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που πέρασε στα ελληνικά από τα αραβικά, μέσω τουρκικών [τουρ. tekke, το μουσουλμανικό μοναστήρι].

Στα νέα ελληνικά βέβαια, ο όρος δε χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική του διάσταση, αλλά αναφέρεται στο καταγώγιο που συχνάζουν οι χασισοπότες και είναι γεμάτο καπνό από τους ναργιλέδες που «εργάζονται» αδιάκοπα.

Με άλλα λόγια, ο χώρος των «Μοιραίων» του Κ. Βάρναλη.

  1. Άσμα Τζίμη Πανούση, από το δίσκο Μουσικές Ταξιαρχίες:

Ο τεκές

Μόλις μπουκάρω στον τεκέ
τον αργιλέ τσακώνω
και μες στα φυλλοκάρδια μου
τραβώ τον ξελιγώνω.

Του τεκετζή ξηγήθηκα
να τον ξαναγεμίσει,
μα για κακή μου σύμπτωση
σώθηκε το χασίσι.

Και ξεμπουκάρω απ' τον τεκέ
μες την ταβέρνα πάω,
δυο ποτηράκια εφετινό
κάθομαι κοπανάω.

Ζούλα τρελός στη σούρα μου
βγαίνω απ' την ταβέρνα,
για το τσαρδί μου πάγαινα
είχα γενεί στην πένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified