SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • μαλθακότητα
  • φαγητό
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: μειωτικό
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - μεταφορά
  • εμφάνιση
  • κλασικό
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

λαπάς

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - μεταφορά
  • εμφάνιση
  • κλασικό
  • μαλθακότητα
  • φαγητό
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: μειωτικό
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2009-02-08 23:26:24+00:00
Last modified 2015-05-30 06:25:58+00:00

Azargled

Azargled

  • 162
  • 42
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.