- Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
- (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό
Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου
Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου
Got a better definition? Add it!
Εκτός από compact disc και corps diplomatique, σημαίνει και cross-dresser, δηλαδή τραβεστί. Δημιουργούνται εύλογα σλανγκικά λογοπαίγνια.
Τά 'μαθες; Έβγαλε καινούργιο C.D. ο Prince!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified