Αυτός που είναι κιτς (για την ενδιαφέρουσα ετυμολογία δες εδώ), κιτσάτος, καρακιτσαριό, καρακίτσος, κιτσογκόμενα, σκουπίδω και που σε ορισμένες περιπτώσεις το αναλαμβάνει αυτό ως κάγκουρας και το αισθητικοποιεί. Λ.χ. στα παραδείγματα το βλέπω να αναφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις χαρντ-ροκάδων, σε φουτουριστές ή σε πλουσιέξ. You get the idea, αφήνω να μιλήσουν τα παραδείγματα του γούγλη, που τα βρίσκω αποκαλυπτικά.

  1. Η αισθητικοποίηση και ενδηματολογική αναγωγή της πολιτικής διαφωνίας είναι μια αφελής και απλοϊκή πολιτική κοινωνιολογία των διαφορών, είναι στην συνέχεια της κλικίστικης κατηγοριοποιητικής μανίας μια παιδαριώδης απλοποίηση. Δήθεν άπλυτοι, δήθεν γόβες, δήθεν λουμπουτέν, δήθεν μη-γραβάτα, δήθεν σακκιδιάκι, δήθεν ιστπακ διάβολε! Το πρόβλημα είναι ακριβώς το αντίστροφο. Φοράμε όλοι όλα τα ρούχα και αν δεν το κάνουμε ταυτόχρονα, στην ίδια περίοδο της ζωής μας, το κάνουμε άπαξ, δοκιμαστικά επειδή μπορούμε να κάνουμε μικρά ταυτοτικά πειράματα-πειράγματα ή επειδή οι φάσεις ζωής οργανώνουν δικές τους ενδυματολογικές δυνατότητες, ή γιατί η μόδα στην παρανοική της εναλλαγή σκίζει τα παλιά και μας φοράει νέα ρούχα. Προχτές χίπστερ, σήμερα νεορομαντικός κόλεντζ μποι, μεθαύριο ξανά φουτουριστής κιτσάς. Το μεγάλο πρόβλημα, και αυτό είναι που κάνει την τάυτιση κοινωνικού στάτους-φορεσιάς ένα αγονο πεδίο αντιπαράθεσης είναι ότι δεν βγαίνει άκρη- εδώ που τα λέμε και η ωμή προσπάθεια κοινωνιολογικοποίησης των πολιτικών μας διαφορών αποτυγχάνει συνεχώς, είναι ότι τα ρούχα μας δεν έχουν παρά ελάχιστη πολιτική αξία. Ας λήξει λοιπόν η αμοιβαιοποίηση της ανοησίας διότι είμαστε όλοι μουσάτοι. Τα αγόρια δηλαδή. Και το μούσι στην καθ' ημάς Ανατολή, είναι μεταξύ των άλλων και πένθος βαρύ. (Παναγής Παναγιωτόπουλος σπήκινγκ)
  2. Επίσης στιχουργικά άσχετα αν συμφωνώ ή διαφωνώ, με χαροποιεί το γεγονός ότι δεν λένε ό,τι να 'ναι και ούτε καταντούν black metal κιτσάδες. (Εδώ).
  3. (Scorpions) Την τελευταία βραδιά έκαναν και το show τους οι γνωστοί ανά την υφήλιο Scorpions, πριν τους Μinistry, (Kι' όμως είχαν το θράσος) ναί ναί ανάμεσα σε πενήντα 50 black metal συγκροτήματα (σ.ς.: όχι μόνο μπλακ). [...] Τα σαγηνευτικά riffs των Scorpions και οι μελωδίες τους, νύχτα βράδυ, χωρίς φεγγάρι. Ο Klaus Meine στα γνωστά γνωστότατα ,τραγούδια "για την εντατική". η γνωστή ατμόσφαιρα Scorpions, στα ντράμς ο αμερικάνος james Kotak,και ο προβληματισμός , μα καλά στην προηγμένη Γερμανία (?) οι purist κιτσάδες scorpions(?) ναι, ναι, ναί!!.Πάντως διέθεταν και μπαλέτο γυναικείο, που έβγαινε σε αρκετά τραγούδια και αυτό ανέβασε κατά πολύ την σκηνική παρουσία της μπάντας, όχι τίποτα go-go-girls, μπαλέττο cabaret με χορεύτριες επαγγελματίες. [...] Την σκηνή καταλάμβανε ένα γλυπτό ορειχάλκινο με τα μέλη του συγκροτήματος , δηλαδή ένας αδριάντας των scorpions, άκουσον!! άκουσον !!! τι αυτοσαρκασμός και αυτοκριτική, και το μπαλέτο απο 4 χορεύτριες βγήκανε βαμένες με μπρούτζινο χρώμα , οι μπρουτζινες χορεύτριες για όλο το τραγούδι, είχαν στα χέρια τους μεγάλους σιδηροτροχούς (δράπανα τροχούς δισκοπρίονα) και λιμάριζαν το μπρούτζινο άγαλμα όπου αυτό έβγαζε σπίθες τριβής, άκου τι συνειρμικότητα μεταλλική για να ενισχύσουν το κλίμα. Δίπλα στα τροχίσματα από τις μουνάρες χορεύτριες ο Schenker με την κιθάρα του τά 'δινε όλα, φοβερό!!! (Εδώ).
  4. Σα το βλάχικο αντάμωμα να πουμε. Οι μπουρτζόβλαχοι κιτσάδες του ντόλαρ. Γνωστοι κ μη εξαιρεταιοι φιλανθρωποι ηγετες τεχνοκρατες καλλιτεχνες κ η ανφάν γκατέ της εξουσιας. Την ταινια με τον ινδο στο παρτυ μου θυμιζει του Σελλερ. (Παγκόσμιο Οικονομικό Forum Νταβός: «Χιλιάδες συγκεντρωμένοι με εκατομμύρια για ξόδεμα»…).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει πολύ κιτς εμφάνιση, που βγάζει μια τρασαδούρα, μια τρασίλα, που έχει kitsch value (για την ετυμολογία του kitsch δες εδώ, φαίνεται ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκουπίδι, τρασιά), που είναι σκουπίδω, καγκουρογκόμενα, καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι. Βεβαίως στη μεταμοντέρνα εποχή που ζούμε και δη στο λούμπεν ελληναριάτο, υπάρχουν πολλοί τρασοκαβλιάρηδες εκεί έξω που ποθούν τις κιτσογκόμενες.

  1. έπαιζε η Ρωσσο-κουβαρίστρα! Τι μαλλί είναι αυτό ρε 'σεις! Πως μπορείτε και την πηδάτε με αυτή την καούκα! Έλεος! Όσο την βλέπω τόσο με γυρίζουν τα μυαλά! Κιτσογκόμενα ολκής! Μαλλί ''περοκέ'' ξανθό τύπου μουλινές, μπότες ΠΑΝΩ από το γόνατο, λίγα περιτά κιλά και καλές καμπύλες, ύψος 1,65, αλλά ... πολύ καρακιτσαριό ρε γαμώτο! (Από μπουρδελοσάιτ).
  2. Άμα κάποιον νιώθεις να τον αγαπάς, είσαι κιτσογκόμενα, από αυτές που τρέχουν από πίσω τους και κάνουν διάφορα κουλά; (Αλλού στο Νέτι).
  3. αν με ρωτας προσωπικα και πιο γενικα, επειδη τις γυναικες τις κοιταω συνολικα, ασχημη ειναι και η βατραχομούρα, ασχημη ειναι και η αλλη με τα χαλια δοντια δε μπα να ειναι και μούναρος στο σωμα, ασχημη ειναι και η βλαχάρα κιτσογκομενα που δεν την παρουσιαζα με τιποτα ως κοπελα μου σε γνωστους και φιλους, ασχημες ειναι και κατι τυπισες με φυσιολογικο βαρος αλλα εντελως ασουλουπωτα σωματα και ποδια. (Τις χοντρές τις γαμάτε;).
  4. θά'θελα νά'μουν 25 και ας με λέγαν κάγκουρα, κιτσογκόμενα και ότι άλλο κοσμητικό θέλετε. (Εδώ).
  5. ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΗΝ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΚΑΔΕΝΑ ΣΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ "ΚΙΤΣΟΓΚΟΜΕΝΑ- ΚΑΓΚΟΥΡΟΓΚΟΜΕΝΑ. (Έλενα Παπαρίζου. Η καρδιά σου πέτρα).

Σκηνή από το αρρωστούργημα της Λένας Kitshοπούλου με θέμα τον Αθανάσιο Διάκο

Εναλλακτικώς, πλην με συναφή σημασία, είναι η τράτζικ γκόμενα του Κίτσου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαιχτικός χαρακτηρισμός ποντίου μετανάστη στη Γερμανία.

Εκ του: Λαζός (= Πόντιος) + Γερμανός.

Η παρευξείνεια φυλή των Λαζών όμως, δεν είναι ελληνική και συνεπώς δεν έχουν καμία σχέση με τους ποντίους γείτονές τους, οι οποίοι έχουνε χάψει και οι ίδιοι αυτό το παραμύθι.
Απλά, κάποια στιγμή (περί το 522 μ.χ.) επί Χοσρόη της Περσίας, βαφτίστηκε συλλήβδην εσφαλμένα όλος ο Εύξεινος «Λαζική», επειδής οι λαζοί εκχριστιανίσθηκαν και αρχίσανε τα σούρτα-φέρτα με το Βυζάντιον. Οι Τούρκοι τους λένε laz, οι αρχαίοι Έλληνες τους αποκαλούσαν Κόλχους (<Κολχίς) και ο Φαλμεράγιερ (το ακάθαρμα) τους συσχέτιζε με την φυλή των Τζάνες.

Υφίσταται και ως επώνυμο (π.χ. Λαζόπουλος κτλ).

Τελοσπάντων, είναι ο τύπος, συνήθως από την Βόρεια Ελλάδα, ο οποίος έχει πάει χρόνια στη Γερμανία σουβλατζής gastarbeiter, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι τέως οθωμανοί υπήκοοι, έχει κάνει σερμαγιά και γύρισε στην πατρίντα ντικό του με μερτσέντες ή μπεμπέκα, που παλαιά είχε γερμανικές οβάλ πινακίδες ή έγραφε ΑΜΟ κόκκινο, χωρίς να καταστεί ο δυστυχής μήτε γερμανός, μήτε τα ελληνικά να καλοθυμάται.

Δεν πουλάει μούρη ένεκα το παραδάκι όμως ο ταλαίπωρος, γι' αυτό δεν ταυτίζεται με τον αντίστοιχό του μπρούκλη (= εξ αμερικής επιδειξίας βλαχομετανάστης).

Έ ρε μια κουρσάρα που' φερε απο το Ντούισμπουργκ ο λαζογερμανός! Κι εμείς εδώ, τη βγάζουμε με τις τογιότες... Δεν ήξερα κι εγώ να τυλίγω κεμπάπ να κονομήσω;

(από vikar, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified