Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως για πολύ κοντές κοπέλες.
Τα αρχικά σημαίνουν: παίρνει πίπα όρθια.
- Πε κοίτα αυτό το μωρό! - Τι λες ρε, αυτό είναι Π.Π.Ο.
Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως για πολύ κοντές κοπέλες.
Τα αρχικά σημαίνουν: παίρνει πίπα όρθια.
- Πε κοίτα αυτό το μωρό! - Τι λες ρε, αυτό είναι Π.Π.Ο.
Got a better definition? Add it!
Πάρ' Τον Πούλο.
Ιδιαίτερα προσφιλές αρκτικόλεξο, ειδικά στα σχολεία της δεκαετίας του '70, όταν ήθελε να πει κανείς βρωμοκουβέντες, αλλά οι ποινές (αποβολές κλπ) ήταν μεγάλες και ο φόβος εμφανής. Η «διαρροή» των αρχικών δεν τεκμηρίωνε έγκλημα στο στο συμβούλιο καθηγητών, αλλά και στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων.
Η προφορά του περιελάμβανε ένα-ένα τα γράμματα ξεχωριστά: Πι, Ταφ, Πι. Υπήρχε και ενισχυμένη εκδοχή Π.Τ.Π.Κ.Φ. (Παρ' τον Πούλο και Φύγε).
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι συνήθως συνοδεύεται με την προσφώνηση «μαλάκα», θέλοντας να τονίσει την διαχειριστική ικανότητα του αποδέκτη του Πούλου επί του συγκεκριμένου θέματος συζήτησης.
- Της την έπεσα της Βασούλας, αλλά δεν μου έκατσε...
- Ρε μαλάκα, έκανες αυτά που σου είπα ή φάνηκες ζήτουλας;
- Μου φάνηκε πολύ χοντρό ρε φίλε να το κάνω έτσι.
- Ε... Π.Τ.Π. τώρα μαλάκα!
- Πω ρε φίλε... Δεν πρόλαβα να δηλώσω συμμετοχή στο σεμινάριο και έληξε η προθεσμία!
- Ας πρόσεχες μαλάκα... Π.Τ.Π. τώρα!
Got a better definition? Add it!
Της μάνας σου το μπουγαδοκόφινο.
Προφέρεται ως του-μου-σου-του-μου.
Προσωπική βρισιά.
Πιο ήπιας μορφής το: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο (τ.θ.σ.τ.μ.)
(Mπουγαδοκόφινο: ειδικό κοφίνι στο οποίο έμπαινε παλαιότερα η μπουγάδα)
Ποιός εισαι σύ που 'ρθες εδώ σε μας να κάνεις πλάκα''; Ρεεε, τουμουσουτουμου!
Got a better definition? Add it!
Τράβα καμιά μαλακία, όταν κάποιος σε πρήζει χωρίς λόγο. Συνώνυμο του χασίματος χρόνου.
Επίσης χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, για κάποιον που φαίνεται αγχωμένος και χρειάζεται εκτόνωση.
Πω, πω, η κατάσταση στο στρατό είναι τελείως τκμ.
Got a better definition? Add it!