ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού «unbeliavable» και σημαίνει «απίστευτο»!

Ωχ!!! Πώς το κανες αυτό ρε φίλε;; ανπιστεύαμπλ!!!

You\'re unpisteftable (από Vrastaman, 11/02/11)

βλ. και unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικη έκφραση που δηλώνει ότι άλλα λέγαμε, άλλα πιστεύαμε, κι άλλα μας ήρθαν.

Π.χ. «Είπαμε να πάμε τον Αύγουστο στο Καλαμίτσι για να αποφύγουμε τον πολύ κόσμο. Εσύ είσαι που το λες;» σημαίνει ότι πιστεύαμε πως τον Αύγουστο θα είχε λιγότερο κόσμο στο Καλαμίτσι, αλλά είχε περισσότερο κι από τον Ιούλιο.

  1. Νόμιζα ότι η Γεωργία ήταν παρθένα. Εσύ είσαι που το λες; Χθες πηδηχτήκαμε κι έγινε χαμός στο πίσωμα, δεν ήξερα από πού να φύγω.

  2. Πήγα στο ΚΕΠ για να τελειώνω γρήγορα. Εσύ είσαι που το λες; Μια ουρά ένα χιλιόμετρο. Έφυγα πάραυτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified