Έλεγχος ή διασταύρωση ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας.

Προέρχεται από το αγγλικό «check» που σημαίνει, ακριβώς, «ελέγχω», «διασταυρώνω». Ο όρος διαδόθηκε στο ευρύ κοινό κατά τη δεκαετία των ογδόνταζ, μέσω των σατιρικών εκπομπών της Μαλβίνας Κάραλη («Malvina Hostess»), που αποτέλεσαν πρόδρομο παρόμοιων εκπομπών («Αλ Τσαντήρι», «Ελληνοφρένεια» κλπ).

Ενίοτε, ο όρος χρησιμοποιείται και για αναξιόπιστα πρόσωπα, π.χ. «θα σε τσεκάρω», ή «θα την καρατσεκάρω» κλπ.

  1. - Μου είπαν ότι στο σλανγκρ κυκλοφορεί λαθραία τσόντα. Δες το λήμμα «μουνί καλλιγραφίας».
    - Τι μου λες; Θα το καρατσεκάρω πάραυτα!

  2. - Η Μαίρη πήγε για δουλειά στην Αθήνα.
    - Πήγε για δουλειά ή για «δουλειά»;
    - Λες; Θα την τσεκάρω!

Malvina Hostess (από panos1962, 12/11/09)

Βλ. επίσης καρατσεκαρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος που είναι ή θεωρεί εαυτόν ταγό το έχει παρακάνει και η βαλίτσα πλέον έχει πάει μακριά και οι πρώτες δειλές δειλές ανησυχίες να εκδηλώνονται.

Ειρωνικά, επειδή τα στρουμφάκια στην σειρά του Peyot είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στον αρχηγό τους παπαστρούμφ, αλλά συνήθιζαν να του κάνουν αυτήν την ερώτηση όταν αυτός τους έβαζε μεγάλες πορείες για την εκπλήρωση σχεδίων, που κατανοούσε μόνο ο ίδιος.

- Μας είχε υποσχεθεί αύξηση ο ρουμάνος τον περασμένο Σεπτέμβριο και τώρα έχει πάει Απρίλιος και τίποτα! Είναι μακριά ακόμη παπαστρούμφ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified