- Ο πολύ μανιώδης καπνιστής, που καπνίζει είτε πολύ βαριά τσιγάρα, είτε πολύ άθλια τσιγάρα, είτε όποια μάρκα βρει χωρίς να τον νοιάζει,
- Για μερικούς, ο πολύ χασικλής,
- Γενικά, ο βρωμιάρης ή ο καμένος.
Got a better definition? Add it!
Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.
Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.
- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!
Got a better definition? Add it!