Ο αστυνομικός στα καλιαρντά (και όχι μόνο) εκ του γουρούνα.
Η πόρνη στα καλιαρντά.
Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).
Got a better definition? Add it!