Selected tags

Further tags

Η πόρνη στα καλιαρντά.

Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).

  1. Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η κουρκουλετζού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεροπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Από το σκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει", δες μήδι).
  2. Ετέθη δε το ερώτημα αν τοιουτοτρόπως εκφράζεται και στο τσαρδί της, η κρυφοκουρκουλετζού. (Μπουντουσουμού).
  3. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Μπουντουσουμού).

Στην αρχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η δίψα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το δίνει ως πιθανόν ηχομιμητικό. (Διερωτώμαι αν υπάρχει σχέση με ρομανί). Στο καλιαρντοσκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει" του Χάρρυ Κλυνν βρίσκουμε το ουσιαστικό μπλούκρω που μάλλον σημαίνει τη διψασμένη.

  1. -Δεν έχεις μωρή κουρκουλεζού νάκα να χαλέψουμε με το λατσο-μολ; Καμιά σιτεμένη φούσκα; -Έχω κουρνταβά μωρή μπλούκρου. (Παράδειγμα Παπάρα εδώ).
  2. Αβέλτε μου κάνα γαργαρογκλασόνι γιατί άφρισα η μπλούκρω! Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Βλ. τέλος μηδιού).

Μετά το 1.24

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζαλισμένος στα καλιαρντά, ο δικελοσβουριασμένος, πιθανόν από την αναιμία κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971).

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει έναν γενικό χαιρετισμό, σαν γεια, γεια σου. (Να προέρχεται άραγε από τη ρομανί;). Συνήθως λέγεται μαζί "ούψα και στο λατσοδίκελμα", δηλαδή "γεια και στο επανιδείν" ή αναλόγως των συμφραζομένων, άντε γεια ή άντε γα, με το οποίο λήγεις ένα καλιάρντεμα.

Στο τέλος

  1. Σου αβέλω λατσαβαλέ καλέ γκοντορελιά. Αβέλω να σε δικέλουμε αποκατέ με τα ισάντες λέτρα. Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Αποκατέ).
  2. Λάκης Γαβαλάς: Είμαι άντρας με balls. Σχόλιο: ΤΡΙΑ ΚΑΚΝΑ ΤΗΣ ΚΑΚΝΗΣ.. ΚΑΛΕ ΓΚΑΡΣΟΝ ΑΒΕΛΕ ΜΟΥΤΖΑ. ΜΩΡΗ ΓΑΒΑΛΟΥ ΟΥΨΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΑΤΣΟΔΙΚΕΛΜΑ... (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οδηγείς με πολύ μεγάλη ταχύτητα, πλακώνοντας το γκάζι, όταν πας δηλαδή σανιδωμένος, κομμάτια, μαλλιοκούβαρα, πουτάνα κ.τ.ό. Εκτός από αυτοκίνητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα οχήματα.

  1. Είμαι που λες δικέ μου, αραγμένος στα Λέδερ θερμαινόμενα καθίσματα σκέτος βούδας υπερδιπλάσιε. Μόλις έχω παραλάβει το καινούριο Φεράρι τούρμπο κάμπριο ενερτζάιζερ με εί μπι ε και αερόσακο και έχω βγει κολλητέ μου στην εθνική για ροντάρισμα. Κάτσε καλά ογκόλιθε έτσι; Μιλάμε για δέκα χιλιάδες κυβικά μηχάνημα δεκαπεντάρι κιβώτιο ταχυτήτων και δεκαπέντε κιβώτια γαριδάκια στο πορτ μπαγκάζ. Έχω γεμίσει και το ρεζερβουάρ σε μία Σι Ελ και κατεβαίνω πλακωμένος στην Εθνική, δίπλα η κυρία, διαβάζει το Μόδα Μπάνιο για να διαλέξει τι μπιντέ θα βάλουμε στο αυθαίρετο. (Χάρρυ Κλυνν, βλ. μήδι).
  2. Όταν ο άλλος κατεβαίνει πλακωμένος από Χαλκιδική (για παράδειγμα), και σου ανάβει και τα φώτα γιατί πας μόλις με 100 (και λόγω βροχής), ε κάτι φταίει. Και αυτό που φταίει, είναι κάτι που λέγεται οδηγική παιδεία (ή πιο σωστά, η απουσία της). Σκέψου μάλιστα, όταν στο κάνει στη δεξιά λωρίδα! (Σαράντα νεκροί σε τροχαίο).
  3. Άρα, αν ερχόταν πλακωμένος ανάποδα τον μονόδρομο στην αριστερή πλευρά του δρόμου και όχι την δεξιά (δηλαδή ο δρόμος δεν είχε ποδηλατόδρομο και στις δύο πλευρές) τότε δεν ήταν σύμφωνα με τον νόμο. (Εδώ).

Στην αρχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Στο 0.34

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει εις το επανιδείν, au revoir γαλλιστί, στο ξαναντάμωμα, καλώς να ξαναειδωθούμε. Προκύπτει από το λατσός = όμορφος < lačho της ρομανί με την ίδια σημασία, και του δικέλω = βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία. Επομένως, σημαίνει κατ' ακρίβεια όμορφα να ξαναειδωθούμε. Συχνά μπαίνει μπροστά το ούψα που ο Ηλίας Πετρόπουλος το έχει αγνώστου ετύμου και σημαίνει γεια. Είναι δηλαδή πάγια έκφραση ούψα και στο λατσοδίκελμα. Ασφαλώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και επιθετικά σε φάση άντε γεια.

"Ούψα και στο λατσοδίκελμα", στο τέλος.

  1. Λάκης Γαβαλάς: Είμαι άντρας με balls. Σχόλιο: ΤΡΙΑ ΚΑΚΝΑ ΤΗΣ ΚΑΚΝΗΣ.. ΚΑΛΕ ΓΚΑΡΣΟΝ ΑΒΕΛΕ ΜΟΥΤΖΑ. ΜΩΡΗ ΓΑΒΑΛΟΥ ΟΥΨΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΑΤΣΟΔΙΚΕΛΜΑ... (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).
  2. Σου αβέλω λατσαβαλέ καλέ Γκοντορελιά. Αβέλω να σε δικέλουμε αποκατέ με τα ισάντες λέτρα. Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Καλιαρντά και λετριστική ποίηση).
  3. Μάλλον χρειάζεται περισσότερη ευελιξία και αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας, γιατί μπορεί να τα βρεις μπροστά σου όλα αυτά. Μπαρδόν άμα μπενάβω ανθυγιεινά αλλά εγώ για το καλό σου τα λέω, κι ας θα με πεις λούγκρα, γραφική, λαϊκιά και ανάξια απάντησης. Ορεβουάρ, και στο λατσοδίκελμα! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζαλισμένος στα καλιαρντά, εκ των δικέλω (=βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία) και σβούρα, δηλαδή είναι αυτός που έχει πάθει ίλιγγο ή ζάλη και τα βλέπει όλα σβουρισμένα ένα πράμα.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Ένας πούστης να μιλήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παρακαλώ» ή η «παράκληση» στα καλιαρντά. Και «αβέλω μπακαλούμω». Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τουρκικό bakalum που σημαίνει «ας δούμε».

Κύριε Τσίπρα σας αβέλω μπακαλούμω να πρεσάρουμε και να αβέλουμε κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες. (Από το Τουίτερ με επίδραση του σκετς του Χάρρυ Κλυνν «Ένας πούστης να μιλήσει»).

Στο 0.56. (από Khan, 08/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά Χαρρυκλυννική ατάκα (από το «Δοξάστε Με» ή τις «Πατάτες», αν δεν με απατά η μνήμη μου), όπου οργισμένος οπαδός παροτρύνει πλήθος φιλάθλωνε να προβεί σε τσο και λο εις βάρος διαιτητή.

Η ατάκα αυτονομήθηκε εδώ και καιρό και εκστομίζεται από πάσης φύσεως αναξιοπαθούντες από το μνjημόνιο αγανακτισμένους συμπολίτες μας εις βάρος πολιτικών, δημοσιοκάφρων κ.ά. δημοκρατικών δυνάμεων.

1.
Μήπως έχει έλθει η ώρα να βρίσουμε κι εμείς εαυτούς και αλλήλους; Η ώρα να ανακράξουμε προς κάθε κατεύθυνση -στο στυλ του ποδοσφαιρόφιλου που ενσάρκωσε ο Χάρρυ Κλυν- «τι τους κοιτάτε ρε, βαράτε τους!»

2.
άι σιχτίρ πια....τι τους κοιτάτε ρε...βαράτε τους!

3.
Τι τον κοιτάτε ρε βαράτε τον! Σε διαβήματα προς τη Σουηδία και την Ευρωπαϊκή Ένωση θα προβεί η κυπριακή κυβέρνηση για τις πρόσφατες δηλώσεις του Σουηδού υπουργού Εξωτερικών Καρλ Μπιλντ, ο οποίος επιχείρησε να εξισώσει την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή με το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών στην Κύπρο το 1974 και την απόρριψη το 2004 του σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή πλευρά.

4.
Τι τον κοιτάτε ρε;;; Βαράτε του!!! Στα πατατάκια τον βρήκαμε; Μιλώντας στο γαλλικό ραδιόφωνο Europe 1, ο Θεώδορος Πάγκαλος είπε ότι κατανοεί τις αντιδράσεις των Ελλήνων, ωστόσο, ο ίδιος υπήρξε ανέκαθεν φεντεραλιστής Ευρωπαίος. «Είναι μεγάλο πρόβλημα για πολλούς συμπολίτες μου, ίσως για την πλειονότητα, κατανοώ την άποψή τους. Εγώ, όμως, είμαι υπέρ του να χάνει κανείς την κυριαρχία του, πάντα ήμουν» είπε χαρακτηριστικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified