Ο μόνιμος θαμώνας σε κάποιο στέκι, αυτός που δεν πάει σπίτι του παρά μόνο για να κοιμηθεί ή για να φάει τα γεμιστά της μανούλας του.

Επίσης ο επαγγελματίας στρατιωτικός, ο μόνιμος αξιωματικός.

  1. - Ρε συ κάθε φορά που πάω στην καφετέρια πετυχαίνω τον Σάκη. Μονιμάς έχει γίνει;
    - Ξέρω και γω; Τα ίδια με ρωτάει κι αυτός για σένα.

  2. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος αποφάσισε να γίνει μονιμάς στο πεζικό!
    - Έλα ρε μαλάκα, ο Γιώργος; Αυτός που ξέρω;
    - Ναι ρε πούστη μου, αυτός!... που μας έκανε σε όλο το σχολείο κατήχηση για την εναλλακτική θητεία...
    - Ρε τον παπάρα... Θέλημα πατρός τελικά ε;
    - Γάμησέ τα φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από έκφραση καψιδισμού και καμενιάς (βλ. καΐλα, καΐλας) και κλαψομουνιάσματος (βλ. Βασιλάκης Καΐλας), η καρακλασική αυτή εις -ίλα σλανγκιά έχει και δύο ακόμα (εκ διαμέτρου αντίθετους) ορισμούς:

Ειρωνική έκφραση αδιαφορίας

Βλ. και σκορδοκαΐλα.

Έκφραση καύλας και τρελής επιθυμίας

- Μεγάλη καΐλα για την Γιουροβίζιον πρέπει να έχει ο Νίκος Καρβέλας, διότι δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι έστειλε δυο τραγούδια (εδώ).

Ινσέψιο

Από το αδικοχαμένο δουπού: Χάνκων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified