Το ξεπεσμένο κωλόμπαρο, όπου μαζεύονται άντρες τύπου Ζαχόπουλου -με μπάκα ως το Σύνταγμα- και χαμουρεύουν τις γκόμενες στους καναπέδες, δείχνοντας και καλά ότι η γκόμενα είναι μόνο για αυτούς. Συναντάται κυρίως στις ακριτικές περιοχές της χώρας.

- Πού να πάμε ρε μαλάκα καθημερινή. Δεν θα έχει πουθενά κόσμο.
- Πάμε σε κανά ζαχοπουλάδικο να γελάσουμε;

Ταιριάζει κι εδώ... (από Khan, 06/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified