Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.

  1. Θα σας αβέλωνα πιασμάν τώρα μωρή γκαζοζού, αλλά εντός ολίγου πρέπει να αβελώσω τζαστικό. (Από το μπου).
  2. Ωρα να βουέλω τζαστικο. Ουψα και στο λατσοδίκελμα. (Από το μπου).
  3. εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ένα κέκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ό,τι και το Παλαιοκώστας airlines.

  2. Ο από μηχανής θεός, που περιμένουμε να έρθει εξ ουρανού και να μας βοηθήσει να δραπετεύσουμε από το οποιοδήποτε αδιέξοδο.

Ασίστ: Αυτοκτονημένος ελικόπτερο-επαΐων.

- Πήρε δανειοδάνειο για να ξεπληρώσει το πουτανοδάνειο. Μετά πήρε μπουζουκοδάνειο για τα μπουζούκια και για να ξεπληρώσει το υπόλοιπο δανειοδάνειο. Μετά πήρε στριπτητζοδάνειο για το στρηπτιτζάδικο και για να ξεπληρώσει το μπουζουκοδάνειο. Μετά πήρε διακοποδάνειο για τις διακοπές και για να ξεπληρώσει το στριπτητζοδάνειο. Μετά πήρε άλλο ένα δανειοδάνειο, για να ξεπληρώσει όλα αυτά μαζί.
- Και τώρα;
- Τώρα περιμένει το παλαιοκωστελικόπτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified