Αυτός που είναι ονειροπόλος, βασικά επειδή σκέφτεται, αναπολεί ή θεάται ωραίους κώλους. Εναλλακτικώς, ο ίδιος ο κώλος ονείρωξη, ο κώλος αναφοράς, ή ο εύκωλος που τον φέρει.

  1. Είναι και ονειροκώλοι -είχα γνωρίσει έναν ιχθύ πέρυσι το καλοκαίρι, με έναν κώλο όνειρο! (Εδώ).
  2. Γιατρέ βλέπω συνέχεια όνειρα με γυναικείους πισινούς, τι έχω; - Ησυχάστε, είστε απλά ονειροκώλος. (Από ανέκδοτο βαϊραλιά).
  3. Ονειροκώλοι, κάντε κλικ εδώ για να δείτε τους ωραιότερους κώλους! (Από σάιτ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφρόκρεμα από κάφρους, η ελίτ της αλήτ.

  1. Ήταν η μέρα που τα υπερήφανα κι αγέρωχα τανκς εισέβαλαν στη Ρούμελη και σήκωσαν την ελληνική σημαία ξεριζώνοντας εκείνη του Λιούις Άρμστρογκ (Τσατατάγκας στο επίθετο) και χαρίζοντας στο γαλατικό χωριό την πολυπόθητη ελευθερία (Αρβανιτάκη στο επίθετο) οδηγώντας σε μαζικές γκιλοτίνες και δημόσιο κατούρημα την καφρόκρεμα της τότε πολιτικής ηγεσίας. (Φρικηπαιδεία).
  2. Φέτος τα πρώτα τραπέζια του Ρέμου μάλλον θα τα κλείσουν ντόπιοι επιχειρηματίες και η πολιτική καφρόκρεμα. (Εδώ).
  3. Η καφρόκρεμα των bookcrossers ήταν εκεί. (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified