Αρχαιόκαυλη λέξη που δοκίμως σημαίνει: α) ρόπαλο σε σχήμα ατράκτου, β) γυμναστικό όργανο, που λέγεται και κορύνα. Συνδέεται ετυμολογικώς με τις λέξεις κόρυς και κόρυθος = περικεφαλαία. Μεταφορικώς σημαίνει το μεγάλο και σκληρό πέος σε στύση. (Δες).
Άρχισε να τη χτυπάει με την κορύνη του.