Μεταφορά για το πέος.
Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.
Μεταφορά για το πέος.
Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).
Got a better definition? Add it!
Το δέρμα που περιβάλλει το πέος και συνεκδοχικά το πέος, ιδίως κατά τον αυνανισμό. Βαράω πετσί σημαίνει αυνανίζομαι.
Το έχει κάνει το πετσί του σφεντόνα ο Χαράλαμπος.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.
Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Το άτομο αυτό, συνήθως θηλυκού γένους (πληθ.: τσουτσούδες), που πετυχαίνει κανείς στα μέσα μαζικής μεταφοράς, το οποίο, καθώς μπαίνει ή κινείται μέσα σ'αυτά,
αν θεωρεί ότι το εμποδίζεις και πρέπει να κάνεις στην άκρη να περάσει,
αντί να ανοίξει το στόμα του και να το ζητήσει ευγενικά, σαν άνθρωπος,
κάνει απλά με το στόμα τον εκνευριστικό ήχο «τσου», αγανακτισμένο κιόλας που δεν μύρισες τα νύχια σου για να καταλάβεις τι σκατά θέλει.
(μέσα σε λεωφορείο που είναι φίσκα)
- Τσου! ΤΣΟΥ!!
- Τί «τσου» και μαλακίες μωρή τσουτσού;;!! Μίλα σαν άνθρωπος και πες τι θέλεις!
Got a better definition? Add it!
Παλιά μαγκίτικη μεταφορά για το προφυλακτικό, την καπότα, που καλύπτει εξ ολοκλήρου τον πέοντα, όπως ξερωγώ ένας φερετζές καλύπτει εξ ολοκλήρου μια χανούμισσα. Σύγκρινε με: κελεμπιοφόρος. Έχει κυκλοφορήσει και ως ψευτο-τουρκικό ότι το προφυλακτικό και καλά λέγεται στα τούρκικα τσουτσού φερετζές, αλλά νομίζω ότι η μαγκίτικη χρήση είναι παλαιότερη.
Γενικότερα τη λέξη φερετζές τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι κρύβει κάτι άλλο λειτουργώντας ενίοτε και ως εύσχημη βιτρίνα ή όμορφο πέπλο που κρύβει κάτι άλλο. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση το γνωμικό το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη. Φτιάχνονται όμως και άλλες φράσεις πάνω σε αυτό το παράδειγμα.
Got a better definition? Add it!
Σεξιστική λέξη παλαιάς κοπής για τη γυναίκα που έχει πολλούς εραστές και θεωρείτο εύκολη και ανυπόληπτη, για την ψαροκασέλα, ψωλαποθήκη κ.τ.ό. Ως ψωλοκασέλα εννοείται ειδικότερα το μουνί, η ψωλότσεπη, αλλά μετωνυμικώς και η όλη γυναίκα.
Τι ήτανε; Μια ψωλοκασέλα ήτανε, αλλά από όταν τύλιξε τον Τιμόθεο μπήκε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.
Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκασίστ από ψωλάρπαγας.
Η ασχολουμένη με την συλλογήν πεών. Η πεοσυλλέκτρια.
Συνώνυμο πουτσομαζώχτρα. Κατά το Παπαδιαμάντειο "Ἡ Σταχομαζώχτρα"
Ἡ ψωλομαζώχτρα
Τὸν Ἰούλιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Μύκονον. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τά πέη τῶν γυμνιστῶν, ἀδιαφορούσα διά τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ π᾽τάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ π᾽τάνες!»
Ας με συγχωρήσουν όσοι, όπως κι εγώ άλλωστε, αγαπούν τον κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων, για το "πείραγμα" της θαυμάσιας γραφής του. Αν και τύποις "ασεβές", δεν θέλει με κανένα τρόπο να μειώσει την αξία του κειμένου ή του συγγραφέα. Απεναντίας μάλιστα κρύβει απέραντη αγάπη και θαυμασμό για το συγγραφέα και το έργο του.
Got a better definition? Add it!
Το γαμήσι, ιδιαίτερα εάν αυτό πίπτει αγρίως.
Εκ της πούτσης (< πόσθη) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιδι που προσδίδει στα ουσιαστικά ένα δυναμικό ζενεσεκουά (βλ. πιχί κλανίδι, κωλίδι, μουνίδι, τουμπίδι, ψωλίδι, κ.ταλ.).
Πιο βουκολικά εκφέρεται ως π'τσίδ'.
1.
«Άσε πια τον Καπουτζίδη, έλα να σου ρίξω ένα πουτσίδι»! #skliro_porno.
2.
Αφού ο άντρας δέχεται να του σκυλογαμάει ο σπιτωμένος εραστής τη γυναίκα και του αρέσει (μάλλον τρώει κανά πουτσίδι και αυτός), οκ.
3.
Κάποιες από αυτές, είναι ωραία κομμάτια, και δε νομίζω ότι θα έλεγε κάποιος όχι στο να πέσει κανα πουτσίδι.
Got a better definition? Add it!