σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.
- Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!
- Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!