Ίωση που προκαλείται απο τη συνεχή παρακολούθηση τηλεόρασης με θέμα τον Ζαχόπουλο και όλα τα παρεμφερή... Προκαλείται απο τον ιό Zachopoulitious Dividii και αντιμετωπίζεται με χορήγηση αγωγής απο άντι-Ζαχοπουλικούς ιατρούς.
Ουδέν σχόλιον.
Ίωση που προκαλείται απο τη συνεχή παρακολούθηση τηλεόρασης με θέμα τον Ζαχόπουλο και όλα τα παρεμφερή... Προκαλείται απο τον ιό Zachopoulitious Dividii και αντιμετωπίζεται με χορήγηση αγωγής απο άντι-Ζαχοπουλικούς ιατρούς.
Ουδέν σχόλιον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διακρίνεται σε 3 μορφές:
- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)
Ουδέν σχόλιον...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σλανγκική ορμόνη (ή χημική ουσία) που, όταν εκκρίνεται (ή μεταδίδεται), κάνει τον άνθρωπο να ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη γραμμή ενός κόμματος, μετατρέποντάς τον σε κομματόσκυλο, συχνά με το αζημίωτο.
1. Με ποια κριτήρια επιλέχτηκαν; «Αντικειμενικά» υποθέτω, έστω νοθευμένα με ολίγην «υποκειμενικίνη», ή μάλλον «κομματίνη», για να είμαστε ακριβέστεροι.
2. Το γελοίο είναι πως το όλο θέμα σχετικά με τους χώρους στη σχολή δημιουργείται κάθε χρόνο σχεδόν από πλευράς κομματικών παρατάξεων με αφορμή την προβολή όχι ιδεών, απόψεων ή προτάσεων για τη σχολή, αλλά προπαγανδιστικών συνθημάτων που ποτίζουν με ''κομματίνη'' τα μυαλά των φοιτητών.
Got a better definition? Add it!
Η αρώστεια των φανατικών του Πλεύρη του Πρεσβυτέρου. Καθώς έχουν «ιδεολογία για άρρωστους» για να παραφράσω την παλιά διαφήμιση του Θέμου για τον «Πρωταθλητή».
Η πλευρίτιδα είναι κολλητική αρώστεια, αν και πρέπει να υπάρχει και προδιάθεση αφού κληρονομείται και στους επιγόνους, όπως φαίνεται από την παρουσία του Πλεύρη του Νεωτέρου ως βολευτή στο Κοινοβούλιο και τα παραθύρια...
- Μια χαρά παιδί ήταν ο Επαμεινώνδας, αλλά κάπου κόλλησε πλευρίτιδα. Τώρα δεν μπορείς να τον κάνεις παρέα και να μην σου κάνει κήρυγμα για τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και τους κινδύνους που κρύβουν για τον Ελληνισμό...
Got a better definition? Add it!