- Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά. 
- Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα. 
- Ρήμα: χαρμανιάζω. 
- «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song) 
- Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα. 


