Επαρχιώτης, συνήθως μεγαλόσωμος με έντονο κόκκινο χρώμα στα μάγουλα από την έκθεση στον ήλιο ή στο κρύο.
Έφτασε ένα λεωφορείο με κοκκινομάγουλους στην πλατεία και οι σερβιτόροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι θέλανε να παραγγείλουν. Ι-ΧΑ
Επαρχιώτης, συνήθως μεγαλόσωμος με έντονο κόκκινο χρώμα στα μάγουλα από την έκθεση στον ήλιο ή στο κρύο.
Έφτασε ένα λεωφορείο με κοκκινομάγουλους στην πλατεία και οι σερβιτόροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι θέλανε να παραγγείλουν. Ι-ΧΑ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ξενέρωτη γκόμενα. Ντεκαβλέ. Ψυχρή συναισθηματικά και ερωτικά, και συνεπώς άπαρτη.
Βλ. -μούνα.
Από το νέτι:
-Καμια κρυομουνα ξενερωτη ψευτοσεμνοτυφη γκομενα θα εισαι! Απο μπροστα παρθενα και απο πισω μπαινουν τρενα! Αντε και γαμησου ρε τσολι ...
-Η καλεσμένη Σπεράντζα Βρανά χαρακτήρισε ανύπαντρη 35άρα τηλεθέατρια που επί 5 χρόνια δεν είχε σχέση, «κρυομούνα».
-Ποιο να'ναι το αντιστοιχο του «μαλακοκαυλης»για τις γυναικες; Υποθετω«κρυομουνα»;
Got a better definition? Add it!