SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: σύνθεση
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: ρομανί
  • πολιτικά
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Further tags

  • άσκηση εξουσίας
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • Ηλίας Πετρόπουλος
  • καλιαρντά
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: ιταλικά
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

μινιστροπουρός

Ο υπουργός της κυβέρνησης στα καλιαρντά. Από το ιταλικό ministro και το πουρό της ρομανί.

Πάλι θα κάνει μινιστροπουρό τη γιδοτεκνοσυντήρητη ο πρωτονταβάς;

Got a better definition? Add it!

  • άσκηση εξουσίας
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: σύνθεση
  • Ηλίας Πετρόπουλος
  • καλιαρντά
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: ιταλικά
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: ρομανί
  • πολιτικά
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2015-09-20 22:05:40+00:00
Last modified 2015-09-20 22:08:09+00:00

Khan

Khan

  • 2289
  • 7234
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.