Το γνωστό σέ όλους "κατά Τσοβόλαν" καλαμάκι. Ετυμολογία (για τυχόν αγνοούντες): "Αυτό που ρ'φαν", ήτοι "αυτό με το οποίο ρουφάν". Προτείνεται η καθιέρωση του όρου πανελλαδικώς, διότι ούτω πέως θα επιλυθεί η μεγίστη διχογνωμία Βορρά-Νότου, σχετικώς με το "καλαμάκι" και επί πλέον θα αποφευχθούν παρεξηγήσεις βήτα ή γάμα τύπου.

Έτσι αν τυχόν βρεθείτε σ' εκείνα τα μέρη και ακούσετε:

"Πιάσ'ένα Γιάννη που ροβουλάει μ' εφτά σκουμάρες και πουρφάν!"

θα ξέρετε ότι πρόκειται για "ένα Johnnie Walker με seven up και καλαμάκι".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.

- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!

Βλέπε και πουρουφάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γηπεδικό άκουσμα, προσφώνηση-παρουσίαση των προϊόντων του κινητού κυλικείου. Παρόλο που σαν φράση ακούγεται απλή, η άρθρωσή της αποτελεί μία ιδιαίτερα επίπονη δοκιμασία. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για την έκφρασή της, σύμφωνα με το βιβλίο των 7 σοφών και του Θοδωρή Ζαγοράκη, είναι η εξής: για περίπου 2 δευτερόλεπτα τραβούμε την πρώτη λέξη της πρότασης προσέχοντας τον τονισμό (κο-κα-κόλα) και στη συνέχεια, χωρίς ανάσα, λέμε όλα τα υπόλοιπα σε χρονικό διάστημα μικρότερο του 1/2 δευτερολέπτου. Αυτή η γλωσσοδετική της ιδιότητα την κάνει ξεχωριστή αλλα και συνάμα χρήσιμη, καθώς αποτελεί μέτρο νηφαλιότητας για κάποιον οδηγό (ένας σουρωμένος είναι πρακτικά αδύνατον να την ξεστομίσει τηρώντας κατα γράμμα τις οδηγίες χρήσεως).

......Λίγα στοιχεία για τα προϊόντα......

- Κοκακόλα: Μαύρο πόσιμο υγρό, χωρίς ίχνος φυσαλίδας και σε θερμοκρασία περίπου 25 βαθμών. Αποτελεί μακρινό απόγονο του γνωστού αναψυκτικού Coca- Cola και χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι ότι το μπουκάλι-περιέκτης ανοίχθηκε 1-2 εβδομάδες πριν την κατανάλωσή του.
- Καφεδάκι: Με τον όρο αυτό εννοείται κάθε είδος καφέ που κυκλοφορεί στην αγορά. Φραπές γλυκός, μέτριος, με γάλα, χωρίς γάλα, ελληνικός, καπουτσίνο, γαλλικός, εσπρέσσο, φρέντο, φρεντοτσίνο, νες με ζάχαρη, με ζαχαρίνες, ακόμα και σκέτοι κόκοι καφέ αντιπροσωπεύονται από αυτή τη λέξη, καθώς σε περίπτωση ζήτησής τους ο καταναλωτής-φίλαθλος θα πάρει θετική απάντηση απ'τον πωλητή. Το χαμόγελο όμως του πρώτου θα παγώσει γρήγορα αφού, ανεξαρτήτως της παραγγελίας του, θα παραλάβει έναν φραπέ σκέτο, σχεδόν αχτύπητο. Εάν μάλιστα τολμήσει να ζητήσει το λόγο θα εισπράξει τον εξοργισμό όχι μόνο του πωλητή αλλά και των υπολοίπων φιλάθλων, αφου η αγωραπωλησία καθυστερεί και τους κρύβει τη θέα του ματς.
- Σποράκι: το γνωστό σε όλους μαύρο σποράκι για τσακατσούκα. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα που το καθιστά μέλος της φράσης όμως έιναι η αντιστοιχία ποσότητας- τιμής. Έτσι ένα σακουλάκι των 48 σπορίων, εκ των οποίων τα 12 είναι κούφια, πωλείται στην τιμή του 1 ευρώ (= κέρδος για τον πωλητή 1200%). Σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες, η συγκεκριμένη αγοραπωλησία διδάσκεται ως παράδειγμα αισχροκέρδιας στο London School of Economics.
- Ροξάκι: αποτελεί guest star της πρότασης καθώς δυστυχώς η εμφάνισή του γνωστού γλυκίσματος στα γήπεδα τείνει να μηδενιστεί, όπως περίπου συνέβη και με την εξαφάνισή του από τα ζαχαροπλαστεία, το τραπέζι της κας. Πόπης και των μνημοσύνων. Σύμφωνα με καταξιωμένους αναλυτές η συνεχόμενη μείωση των ροξακίων από τα γήπεδα δεν οφείλεται στην άνθηση της αγοράς των πτι-φούρ ( ή αλλίως πιτί-φουράκια) αλλά στα πολλαπλά κρούσματα γαστρεντερίτιδας που προέκυψαν από ανάμειξή τους με πιτόγυρα και Τouba-Libre.

  1. - Ρε Τάκη καλά είμαι σε λέω, μπορώ να οδηγήσω... - Τι λες ρε κλαμπαρχίδα, γιά πες τη φράση... - Κοκακόλακφακισπορξακ - Άστο κομμάτια είσαι, θα πάρουμε κανά ταξί.

  2. - Κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά...
    - Εσπρέσσο φρέντο μέτριο με αφρόγαλο και σαντιγύ έχεις;
    - Ε πώς δεν έχω!
    - Πιάσε ένα και ένα σποράκι.
    - 4 ευρώ είναι...
    - Ρε φίλε πλάκα με κάνεις, αυτό που μου δωσες είναι φραπές!
    - Ε τι να κάνω και γω τώρα ρε παληκάρι, δε βλέπεις τι γίνεται; Πιες αυτό τώρα και κάτσε ήσυχα!
    - Μαα...
    ...............Απο πίσω................
    - Άντε ρε παιδιά τώρα κάτω-κάτω θα χάσουμε τη φάση, α ρε πουσταρά Κασναφέρη ξύλο που θα φας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified