Κλασικός και λιγάκι απαρχαιωμένος όρος που προέρχεται ή έστω διαδόθηκε από την ιδιόλεκτο των χάπατων στα 90's και που περιγράφει την ευφοριογόνο (αγαπογόνο ίσως) ψυχοτρόπο δράση διάφορων ουσιών (με πατριάρχη το eψιλον), σε αντιδιαστολή προς την παραισθησιογόνο (που εξασφαλίζεται από τη συνομοταξία των τριπακίων).

Συντάσσεται με το «δίνω», «βγάζω», σπανιώτατα «σκάω φήλινγκ». Πιο ιδιότροπη και τώρα πιο διαδεδομένη η χρήση ως περιγραφή του γενικού κλίματος και συναισθήματος που αποπνέει ένας μέρος και μια κατάσταση.

Ακόμα πιο ιδιότροπη η χρήση του ως περιγραφή της «αύρας» ενός ατόμου (βλ. παράδειγμα).

- Τι λέει ο καινούργιος συνάδελφος; - Καλά με τον καΐλα δε βγάζεις άκρη... Τον έχωσα λίγο να βοηθήσει στο πατάρι και άρχισε και μου λέγε «Αδερφέ, το φήλινγκ σου, την αλήθεια σου να μη χάσεις, αυτό έχει σημασία». Τα πιάσαμε τα λεφτά μας λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified