Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.
Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).
Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.
Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).
Got a better definition? Add it!
Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία τύπου μπουτς με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, που φέρεται με ιπποτικό τρόπο προς τη θηλυπρεπή παρτενέρ, τύπου γυναικάκι ή φαμ ή μούτζα. Η εν λόγω διάκριση θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και του προηγούμενου (20ού) αιώνα, ενώ η επιτέλεση έμφυλων ρόλων σήμερα κρίνεται κάθε στιγμή με περισσότερο απρόβλεπτους, εναλλακτικούς και εναλλασσόμενους τρόπους.
Είναι τζέντλεμαν με το γυναικάκι, στα όπα όπα το έχει.
Got a better definition? Add it!
Ελαφρά μορφή λαϊκού που είχε κυριαρχήσει τη δεκαετία του 1990.
Μια σκέψη με αφορμή το χθεσινό ρεζίλι του ''παρκέ'' αντί ''MKD''. Ο εθνικιστικός πυρετός των αρχών της δεκαετίας του '90, που κορυφώθηκε στα περίφημα συλλαλητήρια, άλλαξε συνολικά το πολιτισμικό πρόσωπο της Ελλάδας. Πολλά trends και μόδες των νάιντιζ, που συνήθως θεωρούμε "αθώα", τροφοδοτήθηκαν και ίσως έγιναν δυνατά λόγω της αναζωπύρωσης του εθνικού συναισθήματος - διαδικασίας που φυσικά αφορούσε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη μετά το '89. Εμείς θεωρητικά θα μπορούσαμε να τη γλιτώσουμε ως ενταγμένοι στην καπιταλιστική δύση σαράντα χρόνια ήδη, όμως το βαλκανικό μας γονίδιο επικράτησε και ριχτήκαμε σε μια ηλίθια μάχη για το πρεστίζ. Ποιες είναι αυτές οι μόδες της νέας ελληνοσύνης: πρώτον και κύριον η διαμόρφωση μιας νέας μουσικής σκηνής, του ελαφρολαϊκού ή μπουζουκοπόπ, και της αντίστοιχης βιομηχανίας διασκέδασης. Η δεκαετία του '90 ήταν η αρχή των ''ελληνάδικων'' με πρώτο το γνωστό Βαρελάδικο. Στα 80'ς αντίθετα οι μουσικές προτιμήσεις και τα πρότυπα διασκέδασης ήταν περισσότερο ξενόφερτα, με έντονη την αμερικάνικη σφραγίδα: disco, pop αλλά και heavy metal, η θρησκεία με την αξιοσημείωτη αντοχή έστω και τώρα που απευθύνεται σε niche κοινό. Τα 90'ς έφεραν την απενοχοποίηση και μαζικοποίηση και mainstream-οποίηση της ''ελληνικής'' διασκέδασης, ως ένδειξης εθνικής ιδιοπροσωπίας αλλά και τελετουργικού αντίστασης στις διεθνείς συνωμοτικές δυνάμεις που απεργάζονται τη διαρπαγή της ελληνικής Μακεδονίας και το μαρασμό της ως κοιτίδας πολιτισμού. Το παλαιότερο σπάσιμο των πιάτων, μια περιθωριακή πρακτική που παρέπεμπε στον υπόκοσμο εν μέρει, αντικαθίσταται από το πέταγμα της χαρτοπετσέτας, που αποβάλλει τις συνδηλώσεις έντονης λαϊκότητας και μοιάζει (σύμπτωση;) με τα χιλιάδες φέιγ βολάν και άλλο έντυπο υλικό με τα εθνικά χρώματα που λεύκαζε τον ορίζοντα την εποχή των συλλαλητηρίων. Η εξέλιξη προς το ''ελληνάδικο'' ως σήμα κατατεθεν της δεκαετίας '90 δεν ήταν αυτονόητη. Στις ανατολικές χώρες π.χ. η πτώση του σοσιαλισμού ακολουθήθηκε από έντονη αμερικανοφιλία, ένα άλμα προσέγγισης προς τη Δύση. Εμείς, πολιτισμικά τουλάχιστον, περιχαρακωθήκαμε και κάναμε βήματα πίσω.
Ανάλυση των ελληνάδικων στο Φέισμπουκ
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.
Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".
Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.
-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...
:S
Got a better definition? Add it!
Παλιοσχολίτικη έκφραση των 90's εμπνευσμένη από τις διαφημίσεις για τα γκοφρετάκια amaretti η οποία θέλει να δηλώσει ότι κάποιος δείχνεται υπερβολικά η ότι την βλέπει κάπως που δεν θα έπρεπε.
- Θα βγούμε με τον Νίκο σήμερα;
- Όχι ρε γάμησε τον. Βγαίνει με μια πατσαβούρα και την έχει δει amaretti να πούμε.
- Τι έχει πάθει αυτός τις τελευταίες μέρες.
- Ασ' τον, την είδε amaretti!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ακούστηκε σε στρατόπεδο της Ελληνικής επικράτειας γύρω στο 1996-1997. Επιφώνημα και προσκάλεσμα για χαλαρότητα, λούφα και γενικά καλοπέραση, ίσως ρίχνοντας τα βάρη στους άλλους, μια φιλοσοφία που εστιάζει στη γείωση των όποιων μιλιτέρ προβλημάτων. Ο συνδυασμός ηρεμιστικών χαπιών τα οποία προσφέρουν την προσδοκούμενη ντάγκλα και το κλασικό σνακ των ελληνικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση ζεν η οποία αντισταθμίζει τη δύσκολη, και καλά, ζωή των στρατιωτών μας.
Και καμπάνα να φάμε δεν πειράζει μάγκες, αρντάν και κρουασάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συναντάται και στην εκτεταμένη μορφή του ως «α-χα, καλό, ε;». Χρησιμοποιείται συχνά από τους πάσχοντες από σεφερλίτιδα, για να δηλώσουν το τέλος του αστείου. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί το "πού γελάνε" δεν είναι προφανές στον συνομιλητή, ο οποίος ως τότε περιμένει να ακούσει παρακάτω, εφόσον α-πο-κλεί-εται να ήταν αυτό το σημείο στο οποίο θα έπρεπε να γελάσει.
Το λήμμα καθιέρωσε ο Μάρκος Σεφερλής όταν μετά από χαζά λογοπαίγνια - ατάκες που υποτίθεται ότι θα προκαλέσουν γέλιο, πετούσε το αυτοσυγχαρητήριο «α-χα, καλό, ε;».
Σε χρήση στον προφορικό λόγο δίνει το στίγμα πως ο αστειάτορας έχει πλήρη επίγνωση για τη μη αποδοχή της αστειότητας του αστείου από τις μάζες - οπότε ξεκαρφώνεται κιόλας από υπόνοιες βλαβών. Παρά του ότι έχει συναίσθηση όμως, ακάθεκτος και με σαδισμό - αν είναι να καώ, θα καείτε όλοι μαζί μου - συνεχίζει, οπότε η χαριτωμενιά ξεχύνεται σαν εμετός. Στο τέλος θα πει "καλό, ε;" και θα σκάσει στα γέλια μόνος του. Οι λοιποί, ανάλογα με την οικειότητα μπορεί να κοιτούν με αμηχανία, να χαμογελούν ευγενικά και ξινισμένα, έως και να εκφράζουν την βδελυγμία τους με διάφορες γκριμάτσες και ήχους, γεγονός που διασκεδάζει ακόμα περισσότερο τον ομιλητή.
Συνώνυμο: σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι.
όσο πχιο πολύ επικαλείται κάποιος το μπαμπούλα του πολίτικαλ κορέκτ, τόσο περισσότερα (έμφυλα, φυλετικά, ταξικά) προνόμια έχει. αχα καλό ε; (μάστα)
Ε, θα γίνει χαμός από τα γέλια!! Καιρός για κοιλιακούς φέτες!! Τύφλα να χει η φέτα δωδώνης!! Α χα καλό ε???? (είπε η μαριλένα)
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα εις -στάν εθνικά αυτοφαυλιστικά, που προκύπτει μέσα από τη ρητορική στρατηγική που ήδη έχω περιγράψει στα ευρωπαϊστάν, φιλελευθεριστάν, Διαφωτιστάν, Μεταρρυθμιστάν. Δηλαδή:
Δίνω τον λόγο στο πρώτο παράδειγμα που τα εξηγάει ωραία:
Ο εκσυγχρονισμός, ως σλόγκαν, έχει δημιουργήσει εδώ και χρόνια φανατικούς οπαδούς. Φανατισμός, ο οποίος πολλές φορές είναι τόσο έντονος ώστε να προσομοιάζει με θεοκρατισμό τύπου Ταλιμπάν. Εξ ου και ο νεολογισμός «εκσυγχρονιστάν» που έχει χρησιμοποιηθεί για να αποδώσει αυτό τον φανατισμό. Η χρήση του όρου αυτού θέλει να καταδείξει την αδιαλλαξία και θρησκοληπτική σχεδόν εμμονή με την οποία προωθούν τις πολιτικές και τις απόψεις τους για την κοινωνία. Το τραγικό, αν όχι τραγελαφικό, της υπόθεσης αυτής είναι ότι στους οπαδούς του «εκσυγχρονιστάν» βρίσκεται σημαντικός αριθμός ανθρώπων που η εργασιακή τους θέση (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι) θα τους ήθελε ενάντια, ακριβώς λόγω των βασικών θέσεων του ιδεολογήματος αυτού. Αν αυτό δεν είναι ψευδής συνείδηση, ενδεχομένως να είναι κάτι πολύ χειρότερο, αλλά ας μην το αναλύσουμε εδώ αυτό. Ο εκσυγχρονισμός σε Κύπρο και Ελλάδα, εμφανίζεται ως όρος με τον Σημίτη στην περίοδο της διαδοχής του Α. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ το 1995. Οι εκσυγχρονιστές εμφανίζονταν ως μια άφθαρτη ομάδα τεχνοκρατών, έτοιμη να διαχειριστεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ως προς το περιεχόμενο του όρου δεν υπάρχουν κοινές παραδοχές. Το ακριβές νόημα και περιεχόμενο της έννοιας ποτέ δεν εξηγήθηκαν πλήρως, ούτε και αναπτύχθηκαν θεωρητικά. Το εγχείρημα του «εκσυγχρονισμού» οριζόταν στην ουσία με αρνητική παρά θετική χροιά: έπαιρνε την μορφή εναντίωσης στις παλιές λαϊκιστικές πρακτικές, καθώς και στον συντηρητικό συνασπισμό που εκπροσωπούσε η ΝΔ. Όταν οριζόταν με θετική χροιά, ταυτιζόταν με την πρόοδο και το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν ως ο υποστηρικτής των «προοδευτικών» δυνάμεων στην ελληνική κοινωνία. Πίσω από την ταμπέλα του εκσυγχρονισμού καλύφθηκαν, και καλύπτονται, μια σειρά από στόχοι και πολιτικές, πολλές φορές ανόμοιες και αντιφατικές μεταξύ τους. Ο καθένας που χρησιμοποιεί τον όρο το κάνει με το δικό του σκεπτικό διότι αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να πωλήσει τη θέση του πιο πειστικά. Αποτελεί μια ωραία καραμέλα πίσω από την οποία κρύβονται επιμελώς πραγματικές προθέσεις πολιτικών δυνάμεων, επιχειρηματικών και μιντιακών (ΜΜΕ) ομίλων. Αν ως προς το θεωρητικό περιεχόμενο υπάρχουν ασάφειες, ως προς την πολιτική του χρήση υπάρχουν κοινές συνισταμένες και πρακτικές. Οι πολιτικές της λιτότητας, της συγκράτησης και της μείωσης του εργασιακού κόστους, του λιγότερου κοινωνικού κράτους και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, αποτελούν οργανικό κομμάτι όλων των πολιτικών δυνάμεων που ευαγγελίζονται τον εκσυγχρονισμό, είτε δεξιών είτε σοσιαλδημοκρατών. Ταυτόχρονα, κάθε αναφορά σε κοινωνικές κατακτήσεις και κάθε προσπάθεια διατήρησης εργατικών κεκτημένων, κάθε κριτική των αγορών, συκοφαντείται από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο ως λαϊκισμός, αναχρονισμός, ή συντεχνιασμός. Ο εκσυγχρονισμός είναι μια ουδέτερη διατύπωση που αποκρύπτει τις ιδεολογικές του ρίζες και στοχεύσεις. Στην ουσία, εκσυγχρονισμός, ή νεοφιλελευθερισμός, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. (Γιάννος Κατσουρίδης εδώ).
Όπως δείχνει και το άρθρο ο όρος ήταν πολύ της μοδός επί Σημιτιστάν, όταν το εκσυγχρονιστάν είχε τον προστάτη άγιό του
Μετά την προσφάτως επισκήψασα κρίση, το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού έχει ελαφρώς θολώσει και εν πολλοίς αντικατασταθεί από αυτό των επειγουσών μεταρρυθμίσεων, ωστόσο συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα με τις παραπάνω σημασίες, όσο συνεχίζουν να υπάρχουν εκσυγχρονιστήρια που είτε φλερτάρουν με τον "χιπστεροναζισμό" του Ποταμιού είτε μετατρέπονται σε χιπστέρια που ψηφίζουν ΠαΣόΚ επειδή είναι βίντατζ.
Τέλος, να σημειώσουμε ότι είναι ένα από τα πλέον προφιλή μπινελίκια του Κώστα Ζουράρι/ Ζουράρεως, που το εντάσσει σε μία σειρά άλλα μπινελίκια από την τετρακισχιλιετή ιστορία του ανθηρού Έλληνος λόγου, όταν κάνει λεκτικό bashing σε εκσυγχρονιστήρια/ εκσυγχρονιστάδες:
Ετικέτες: Αντισημιτικά, Περιοχή: Κολωνάκι, Φίλιον.
Got a better definition? Add it!
Ο ερωτικός, ο προκλητικός ερωτικά με τη θετική έννοια, αυτός που προβαίνει σε πρωτόβουλο ερωτικό κάλεσμα, σε αντίθεση με τον χλιμίτζουρα, τον χλεχλέ, τον ξενέρωτο.
Το επίθετο προέρχεται από δημιουργική παράφραση του επιφωνήματος "ζαμπουζάμπου ζαμπουζά", το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την Ελένη Βλαχάκη στο επεισόδιο 37 της γνωστής σειράς "Κωνσταντίνου και Ελένης". Είναι μία ακόμα λέξη από αυτές με τις πλούτισε το λεξιλόγιό μας η εν λόγω σειρά.
Ενίοτε χρησιμοποιείται και το επίθετο "ζαμπουζιάρικος" που αναφέρεται σε αντικείμενα/καταστάσεις.
1)Πώς περιμένεις ρε να ρίξεις γκόμενα με αυτή τη φάτσα. Γίνε λίγο ζαμπουζιάρης!
Βαρέθηκα ρε φίλε τη ξινίλα της Μαρίας. Πάμε να βρούμε καμιά ζαμπουζιάρα γκόμενα να κάνουμε παιχνίδι.
2)Καλά η γκόμενα φόρεσε χθες ζαμπουζιάρικα εσώρουχα και με έστειλε!
Τρέλα αυτό το ζαμπουζιάρικο περπάτημα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένας εκκεντρικός συνήθως καλλιτέχνης ροκάς / μεταλλάς / γκοθάς κτλ. με θηλυπρεπή εμφάνιση, έντονο έως προκλητικά έντονο μακιγιάζ, προσεγμένη κόμη που πραγματικά μπορεί και να μην είναι ομοφυλόφιλος. Παραδείγματα τέτοια ο Marilyn Manson, ο Βrian Molko κ.α.
Ο πούστης με έντονη θηλυπρέπεια και μακιγιάζ στο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και αντιφατικά μεν με περίσσια μαγκιά συνήθως σε μια απέλπιδα προσπάθεια του να πείσει τους επικριτές του ότι τουλάχιστον είναι μάγκας, ντόμπρος και βαρύς στα λόγια και στις πράξεις κι ας είναι πούστης. Βρίσκεται σε διαρκή άρνηση και μη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του και καταλήγει να γίνεται διπλή ρόμπα και ξεφτίλα μιας και δεν καταφέρνει να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό ότι η καινοτομία που πάει να εισάγει (αυτή του μάγκα πούστη) θα του αποφέρει καρπούς / μερικούς πόντους για να ανέβει κατηγορία πάνω από τον κλασσικό πούστη. Στον Ελλαδικό χώρο καταξιωμένος πουδρόμαγκας είναι ο Ανδρέας Ευαγγελόπουλος a.k.a «Εθνικός Σταρ», trash είδωλο των 90's, που εισήγαγε την, τολμηρή ομολογουμένως, «μεγάλη Ιδέα» για την εποχή του μάγκα πούστη με πεταλουδέ μάτι(όπως τον έκραζε τότε ο ανταγωνιστής του και επίσης πουδρόμαγκας Μίστερ Μπούτιας σε μια διαμάχη που είχαν στην trash εκπομπή του Ερωτοδικείου).
Ο Εθνικός Σταρ σε πολλές εμφανίσεις του κρατούσε ένα κομπολόϊ από τα 90's μέχρι πρόσφατα. Σε μια του δήλωση είπε χαρακτηριστικά:
-«Εγώ χορεύω κορίτσι μου ζεϊμπέκικα, αυτό με εκφράζει εμένα. Είμαι βαρύς εγώ αγάπη μου κι ας φοράω πούδρα!»
Ο Λ.Λαζόπουλος σε εκπομπή του γκρέμισε το προφίλ/καινοτομία του πουδρόμαγκα πούστη ξεφτιλίζοντας δημοσίως τον εμπνευστή της μεγάλης αυτής Ιδέας και τότε μπήκε στο χρονοντούλαπο ο πρώτος και τελευταίος μεγάλος πουδρόμαγκας της εποχής μας...
-Είμαι βαρύς κι ας φοράω πούδρα. Ο πουδρόμαγκας...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified