Ἀκρωνύμιο τῶν λέξεων Γαμᾶμε ,τι Βροῦμε κτὸς Πούστηδων.

Στὴ δεκαετία τοῦ ᾿60 στὸ Κολλέγιο Ἀθηνῶν ὑπῆρξε σύλλογος (ἄτυπος φυσικά) μαθητῶν μὲ τὸν τίτλο αὐτόν. Ὁ ΓΟΒΕΠ ὑπῆρξε ἀντίπαλος τοῦ ἄλλου «συλλόγου» τοῦ ἰδίου σχολείου, μὲ τίτλο ΓΟΒ (ἡ ἑρμηνεία περιττεύει). Ὁ ΓΟΒΕΠ ἦταν ἐξ ὅσων γνωρίζω πολυπληθέστερος τοῦ ΓΟΒ.

Πρβλ. καὶ σαβουρογάμης

- Μαλάκες, μετὰ τὸ φαγητὸ θὰ συνεδριάσῃ ὁ ΓΟΒΕΠ. Ἔχουμε νέο μέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακρωνύμιο που σημαίνει Γυναίκες Λεσβίες Ίντερσεξ Τρανς άνδρες Τρανς γυναίκες Αμφί Ινκουίζιτιβ Ρευστά φύλα, ενώ παίζει και με την αγγλική λέξη glitter.

ΓΛΙΤΤΑΙΡ. Τα αρχικά σημαίνουν γυναίκες, λεσβίες, ίντερσεξ, τρανς άνδρες, τρανς γυναίκες, αμφί, ινκουίζιτιβ άτομα, ρευστά φύλα (βλ. παράρτημα 3). Όπως θα έλεγε και ο Κώστας Γιαννακόπουλος (2006), μιλώντας για τις υλίστριες φεμινίστριες, οι πραγματικές κοινωνικές συνθήκες θέτουν όρια στις αναταράξεις του φύλου, και στο πάρτι αυτό προκλήθηκε έντονη αναταραχή στην είσοδο όταν υπήρξε άρνηση των γυναικών στην πόρτα να αφήσουν κάποια μη τρανς άτομα να μπουν. Στη συνέχεια οργανώθηκε μια ανοιχτή συζήτηση για το πάρτι, τη σημασία της ονομασίας του και την άρνηση εισόδου προς συγκεκριμένα άτομα. Ένας τουλάχιστον νεαρός τρανς άντρας θεώρησε προσβλητική την πρόσκληση, διαμαρτυρόμενος πως μέσω αυτής επιτυγχάνεται η θηλυκοποίησή του και η άρνηση της αντρικής του ταυτότητας, ενώ αρκετά έντονα τέθηκε το ερώτημα πώς μπορεί κάποια να ξέρει αν κάποια ή κάποιος είναι τρανς ή όχι και πώς μπορεί κάποια να ορίσει αν κάποια/ος είναι ρευστό φύλο ή όχι μόνο από την εξωτερική εμφάνιση; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μέλος της ΛΟΑΤ, γνωστή και ως LGBT, κοινότητας. Λεσβία, γκεί, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλη/ος ή τρανς.

Χρησιμοποιείται όταν δεν ξέρεις τι είναι το άτομο αλλά ξέρεις ότι είναι κουήρι, ή θες να αναφερθείς συλλογικά σε ΛΟΑΤΚ πρόσωπα αλλά θες να το κάνεις με μπρίο και χάρη.

Παράδειγμα: -Θα 'ρθεις το βράδυ; έχει πάρτι στο second skin!
-Τι πάρτι, για ελτζιμπιτήδες;
-Ε ναι, στραπ-ον γιούνικορνζ. Χαμός θα γίνει, έλα!

Got a better definition? Add it!

Published