Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».
Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.
Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.
Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».
Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.
Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!
Αργκοτικός σχηματισμός της προστακτικής ενικού στην ενεργητική φωνή, για (υπερδισύλλαβα) ρήματα που λήγουν σε -ώνω.
Τα πιο συνηθισμένα, που έχουν παγιωθεί ευρύτατα ώστε να στέκουν και εκτός αργκοτικών συμφραζομένων, είναι τα εξής: τσάκω από το τσακώνω, πλέρω από το πλερώνω/πληρώνω (να μη συγχέεται με το πλερώ), σήκω από το σηκώνω (να μη συγχέεται με το σήκω της μεσοπαθητικής φωνής).
Ο σχηματισμός εξηγείται πιθανά ως εξής: τσάκωσε/τσάκωνε > τσάκωσ'/τσάκων' (έκκρουση του έψιλον) > τσάκω (αποβολή και του συμφώνου για λόγους ευφωνίας).
— Εσείς τι θα πάρετε κύριε;
Ο τύπος γυρίζει το κορμί του, μονοκόμματα σαν το λύκο, πάνω στη καρέκλα του και μου ρίχνει την βόμβα!
— Τσάκω... μια πράσινη!!!
(από το μπίαρ τζι αρ)
[...] Πιάσε το βαζάκι. Κατέβασε το παντελόνι σου. Κατέβασε την κυλότα σου. Σκύψε. [...] Σήκω το καπάκι. [...] Βύθισε δύο δάχτυλα της επιλογής σου μέσα στη βαζελίνη. [...] (από το φόρουμ του χίπ χόπ τζι αρ)
Πλέρω τώρα Πιτσιρίκε: Πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ επέβαλε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» για την εκπομπή του «πιτσιρίκου». (από ιστολόι)
ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Προσποίηση, δεύτερη προσποίηση, τζάμπ σούτ... και τάπα!
ΑΓΑΝΑΚΤΙΛΑΣ: Ε κάρφω το το γαμίδι ρε κρέας, τί τζάμπ σούτ και μαλακίες κάτ' απ' το καλάθι!...
Δες και κομμέ.
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!