Στις ποδοσφαιρικές αλάνες, τσουκίδα αποκαλείται το δυνατό, ξερό σουτ. Μπορεί να είναι μίτο, (ζ)ντροπ ή να γίνεται με το coup de pied (<γ>κου<ν>τουπιέ). Χαρακτηριστικό της τσουκίδας είναι η δύναμη και η ευθυβολία.

Συντάσσεται με τα βαράω, τραβάω, πιάνω, κάνω.

Συνώνυμο: βολίδα.

Θα πιάσω εγώ τέρμα, αλλά μη βαράς τσουκίδες από κοντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γωνία.

- Έβαλε μια γκολάρα, η μπάλλα καρφώθηκε εκεί που γαμιένται οι αράχνες.

Cunning spider (από Vrastaman, 29/03/09)Στη γωνία! (από Vrastaman, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified