(Σεσί νε πά σλανγκ, άι νόου, αλλά μ΄έπιασε να παρανομήσω.)

  1. Ισιώνω την στροφή όταν δεν την ακολουθώ πιστά, την κόβω όσο πιο κάθετα μπορώ. Αγαπημένο παιχνίδι των καυλόγκαζων, ιδίως σε ορισμένους επαρχιακούς δρόμους (η Χίος έχει ένα ωραίο τέτοιο σημείο, αν θυμάμαι καλά είναι μεταξύ λιμανιού και Μεστών), όπου οι στροφές είναι απανωτές, υπάρχει πλήρης ορατότητα, κι έτσι τις ισιώνεις όλες μαζί, τουτέστιν για 4-5 ψαλίδες εσύ πας ντουγρού -μεγάλη κάβλα. Παρόλ' αυτά όμως, έχει πλάκα κι όταν δεν έχεις ιδιαίτερη ορατότητα. Με το ίσιωμα της στροφής κερδίζεις σε χρόνο, κουράζεις λιγότερο το αυτοκίνητο και τη μέση σου, σπας όμως τα νεύρα του κατακαημένου συνοδηγού.

  2. Ισιώνω το γλυκό, την πίτα, τον μουσακά, την τούρτα, το ζελέ. Η κλασική δικαιολογία ώστε να το φας τελικά ολόκληρο. Το ίσιωμα ενός φαγητού ή γλυκού είναι μέγας ψυχαναγκασμός της άπληστης και ναρκισσιστικής προσωπικότητας που θέλει όλα να τα ελέγχει. Είναι κάτι σα να σπας μπιμπίκια. Αν δεν τα σπάσεις όλα, δεν ησυχάζεις. Αν λοιπόν αρχίσεις και τρως πχ. ένα γλυκό μέσα από το ταψί ή την φόρμα του, δηλαδή το έχεις ολόκληρο μπροστά σου, ξέρεις ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις -επειδή είναι παχυντικό, επειδή δεν είναι ευγενικό να μη βρουν τίποτα οι άλλοι, επειδή θα ξεράσεις στο τέλος, επειδή, επειδή. Για να το καταφέρεις αυτό, προφασίζεσαι ότι θα φας τόσο μέχρι που θα ισιώσει το υπόλοιπο (έτσι, για το μάτι), δεν θα έχει δηλαδή προεξοχές, καμπύλες και λοιπές προκλήσεις. Πώς γίνεται όμως και δεν ισιώνει ποτέ και στο τέλος τρώγεται όλο, άγνωστο.

  1. Ρε μαλάκα, κόφ' το επιτέλους, μας έχεις γαμήσει να ισιώνεις τις στροφές, έχεις κι άλλους μέσα στ' αμάξι ξέρεις...

  2. - Έλα ρε! μην τρως άλλο ρε πστ!, δεν θα μείνει τίποτα για μαααας!
    - Τώρα, τώρα, να το ισιώσω και τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified