Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.
Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.
Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.
Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Το φτηνό κονιάκ πολύ χαμηλής ποιότητας, σαν αυτό που σερβίρουν συνήθως στα κοιμητήρια μετά τις κηδείες, με τον «καφέ της παρηγοριάς».
- Μήτσο, πάρε και κανά-δυο κονιακάκια νεκροταφείου να κάνουμε κεφάλι... δεν είμαστε για πολλά έξοδα...
Got a better definition? Add it!