Το κατάστημα εστίασης που ειδικεύεται σε μεζέδες με ούζο. Ή λίγο πιο πονηρά το παρτουζάδικο όπου λαμβάνουν χώρα πάρτι με ούζα.

  1. Σουβλατζίδικο και ουζάδικο …το πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής Ηλιούπολης; (Εδώ).
  2. Είναι καθώς πρέπει ουζάδικο. Δεν βάζει μέσα μονούς μπάκουρους και ζόμπι, ούτε βίζιτες. Οπότε γίνεται το παιχνίδι που πρέπει.

Got a better definition? Add it!

Published

Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.

  1. - Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)

  2. - Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified