- Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά. 
- Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα. 
- Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ. 
- Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι. 
- Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010. 
 Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.
- ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές. 
- … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά…. 
- Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα… 
-όλα διχτυωτά.