Υπάρχουν τουλάστιχον δυο καρακλασικές έννοιες:

  • Κόβω (δηλ. τυπώνω) χρήμα, ασκώ πληθωριστική νομισματική πολιτική με κυρίως λαϊκιστικά ελατήρια τ. «το αφεντικό τρελάθηκε», «Τσοβόλα δώσ' τα όλα», κ.ταλ.
  • Όταν ένα κοφτήριο χέζεται στο παραδάκι, βγάζει τρελά κέρδη (αλλά όχι πάντα με το σταυρό στο χέρι).

Εκ του Λατινικού moneta, το νομισματοκοπείο.

Εκφέρεται κυρίως από άτομα παλαιάς κοπής. Βλ. επίσης το κλασικό τρίπτυχο τση επιτυχίας: μέσο, μονέδα, μουνί.

  1. - Είχαμε το Χολαργό που έκοβε μονέδα, δραχμή συνεχώς, γι’ αυτό και έφθασε ο πληθωρισμός στο 25%...

- Να επιβεβαιωθεί, δηλαδή, επίσημα η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μην κόβει μονέδα κατά το δοκούν και συνεχιστεί ο αδυσώπητος πληθωρισμός.

  1. - ένα φρικωδώς κακόγουστο πλαστικωμένο εικονοστάσι, που κόβει μονέδα μέσω ενός κηροστασίου, που διαθέτει και τεχνολογία αιχμής για να μην καπνίζονται πολύ οι ασβεστωμένοι τοίχο

- Κόβουν μονέδα οι... παραλίες

"Τσοβόλα δώσ\' τα όλα!" (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βραχυκυκλώνει κι αδυνατεί να λειτουργήσει.

Ο όρος προέρχεται από τα φλιπεράκια τα οποία όταν τα κλωτσάς ή τα μετακινείς απότομα τίθενται εκτός λειτουργίας αναγράφοντας στην οθόνη «τιλτ».

- Καλά μιλάμε το άτομο δεν έγραψε τίποτα στο διαγώνισμα! Με το που είδε τα θέματα βάρεσε τιλτ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To γιο-γιο (αγγλ. yo-yo) είναι ένα παλιό σαν τις λάσπες παιχνίδι που απεικονίζεται ακόμη και σε Αθηναϊκούς κύλικες του 4ου π.χ. αιώνα, και περιλαμβάνει δύο πήλινες, ξύλινες ή πλαστικές δισκοειδείς επιφάνειες που ενώνονται με ένα άξονα, γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο ένα σχοινί. Ρίχνοντας το σώμα του γιο-γιο προς τα κάτω, όταν το σχοινί ξετυλιχτεί εντελώς, αρχίζει και τυλίγεται ξανά σ' αυτό με αποτέλεσμα να επιστρέφει στο χέρι του παίχτη.

Μεταφορικά, λέμε ότι κάνουμε κάποιον γιο-γιο όταν τον τρέχουμε όσο θέλουμε, τον κάνουμε ό,τι θέλουμε, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, σύρφερ και τράβα πάλι πίσω να δεις αν έρχομαι, γενικά δλδ τον έχουμε του χεριού μας και τον εξουσιάζουμε. Προκειμένου για γκόμενες που εξουσιάζουν τους γκόμενούς τους, λέμε ότι τους έχουν βάλει στο βρακί τους.

Τώρα γιατί ο εξουσιαζόμενος δέχεται να γίνει γιο-γιο, πολλά μπορεί να παίζουν: από φορέας γονιδίων του Φώντα Μαζώχ, γιαλομικά σύνδρομα, μαλακοκαύλης, ριτάρντεντ, ή απλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Το λήμμα έχει και μια πιο στενή ποδοσφαιρική έννοια, όπου «κάνω γιο-γιο τον αντίπαλο» σημαίνει του μοιράζω σακούλα, τον κάνω εμετό/λώλο, του παίρνω την ταυτότητα/τα σώβρακα και γενικά τον κάνω ό,τι θέλω.

  1. - Μόλις γυρνά από τη δουλειά ο Ντίντης, η Ζηνοβία τον στέλνει στο σούπερ μάρκετ για ψώνια και στο καπάκι να πάει τα παιδιά φροντιστήριο, ενώ αυτή αράζει τα κυβικά της. Γιο-γιο τον έχει κάνει τον άνθρωπο!
    - Ε, τί τα θες, τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Πού πάει ρε ο μούλος με Βίντρα από δεξιά... Γιο-γιο θα τον κάνει ο Γκαλέτι!

(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)Ο μπασίστας των Queen John Deacon παίζει γιο-γιο στο 1:27 (από allivegp, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified