Χρησιμοποιείται στη θέση του κωλομετράω.
Όταν κάτι ή κάποιος μετράει πολύ άσχημα.
- Μαλάκα δες γυαλάκι ... κωλομετράει!
- Πσσς .. κωλοένα κωλοδύο κωλοτρία ... (+άπειρο)
Χρησιμοποιείται στη θέση του κωλομετράω.
Όταν κάτι ή κάποιος μετράει πολύ άσχημα.
- Μαλάκα δες γυαλάκι ... κωλομετράει!
- Πσσς .. κωλοένα κωλοδύο κωλοτρία ... (+άπειρο)
Got a better definition? Add it!
Ο νεκρός, ο θαμμένος. Ο όρος προέρχεται από τις διαστάσεις της επιφάνειας του φέρετρου (κατά προσέγγιση).
- Πώς είναι ο Ηλίας; Την προηγούμενη φορά που τον είδα δεν μου φαινόταν καλά.
- Τώρα πια ο Ηλίας είναι σε φάση 2 επί 1.
- Δηλαδή;
- Παραθερίζει στα πευκάκια. Πέθανε.
Got a better definition? Add it!