Ο χαρακτηρισμός ο οποίος αρμόζει σε άτομο, συνήθως υπέρβαρο, που του αρέσει να τρώει χωρίς κανένα ενδοιασμό και να προκαλεί με τους χυδαίους τρόπους του. Συνήθως αφήνει το σώμα του ελεύθερο να πέσει στο πάτωμα, μαζί με τις τροφές που κουβαλάει, και να ουρλιάζει σα μικρό τρελό γουρουνάκι.

- Ρε συ Μήτσο μην τρως όλες τις σοκολάτες. Έχεις λερώσει τον τόπο!
- Άσε μας ρεε!
- Τι σκατόγουρνο που είσαι!

(από chrismegas, 06/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.

- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified