Όπως λέμε βαράω μύγες.
-Το μαγαζί του Παπαδόπουλου δεν πάει καλά, θα κλείσει, βαράει νταρβύρα!
Όπως λέμε βαράω μύγες.
-Το μαγαζί του Παπαδόπουλου δεν πάει καλά, θα κλείσει, βαράει νταρβύρα!
Got a better definition? Add it!
Αερολογίες, κάτι το ανύπαρκτο που μας το αναφέρουν μόνο για να δημιουργήσουν εντυπώσεις.
- Με την Κάτια πώς πάει;
- Άσε με τώρα... Τέρμα, δεν μπορώ άλλο. Άρχισε πάλι να μου λέει για την οικογενειακή περιουσία που είχαν και που την έχασαν και πράσιν' άλογα. Έφριξα άσχημα.
Βλ. και πράσινα άλογα
Got a better definition? Add it!
Ο απόλυτος εγωισμός.
Της ψωλής μας ο χαβάς ανασταλτικός παράγων για την πρόοδο της κοινωνίας. (παλιό αναρχικό σύνθημα)
Got a better definition? Add it!
Ειρωνική έκφραση συνώνυμη με το καααλά, χαιρετίσματα, χαιρέτα μας τον πλάτανο, κλπ
- Πάμε αύριο μπαρότσαρκα;
- Δεν μπορώ, θα πάω σε μια ομιλία για την παγκόσμια συμφιλίωση.
- Καλά κρασιά! Την έχεις ακούσει άσχημα τελευταία, νομίζω. Δεν πας να βρεις κανα γκόμενο να σε γαμήσει νά 'ρθεις στα ίσα σου;
- Δεν καταλαβαίνες τίποτα απ' αυτά εσύ. Τι κάθομαι και σ' τα λέω...
Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς
Got a better definition? Add it!
Απρόσωπη παλιά έκφραση που σημαίνει: εξαφανίζεται, πάει, χάνεται, πάει στράφι, χαλάει, κλπ.
- Φοβάμαι μην της πω καμιά μαλακία και πάει περίπατο όλη η προσπάθεια που έκανα μέχρι τώρα...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, δηλώνει τη γυναίκα που έχει πολύ καιρό να κάνει σεξ και έχει πέσει σε αχρησία το αιδοίο της.
- Καλά, από πότε έχει να κάνει σχέση η Μαρία;
- Από το 2006.
- Τι λες τώρα; Αράχνες θα έχει πιάσει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση γηπέδου που συνοδεύει μια επιτυχημένη ντρίμπλα ενός μπαλαδόρου. Έχει βγει γιατί υποθετικά ο αμυντικός ζαλίζεται και φτάνει στα πρόθυρα του εμετού.
-Πω ρε μαλάκα... Είδες τι έκανε ο παίκτουρας; Μοίρασε σακούλες σε λέω!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος έκανε κάτι και τώρα βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση.
- Φίλε τράβηξες βαλέ από 17. Η Μαρία το έμαθε ότι βγήκες με την πρώην!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκπλήσσομαι, μένω μαλάκας, μένω κάγκελο.
- Μαλάκα είδες τι πίπινους κυκλοφορεί ο Νίκος;
- Ναι ρε, τα είδα προχθές και έμεινα παγωτό! Τρομερά!
Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Ταλαιπωρώ, πρήζω, στριμώχνω.
Δεν πρόκειται να ξαναβγώ με τη Νατάσα, κάθε φορά μου κάνει τα τρία δύο: τη μια δεν της αρέσει το φαγητό, την άλλη το μαγαζί δεν έχει εξαερισμό, δεν πά' να γαμηθεί ν' ασπρίσει, λέω 'γω...
Got a better definition? Add it!