Selected tags

Further tags

Παραλληλισμός του ανθρώπινου δέρματος με το δέρμα της κότας.

Από το κρύο έπαθα κοτίαση

μου σηκώθηκαν οι τρίχες κάγκελο. Έπαθα κοτίαση.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώΠχ:Περίμενα στο μετρό και πέρασε ένας τύπος που κοίταζε με ένα χαμένο βλέμμα τόσα έντονα και έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα που άρχιζα να κριπουλιάζω και σηκώθηκα κι έφυγα

Η συναισθηματική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος εξαιτίας ενός προσώπου ή ενός περιστατικού που περιέχει στοιχεία ικανα να προκαλέσουν φόβο/άγχου/αμηχανία

Got a better definition? Add it!

Published

Τρομοκρατούμαι, αιφνιδιάζομαι στην ποικιλία της Λευκάδας και της Κεφαλονιάς, ιταλικής προέλευσης.

Εφκείνη σπαβεντάρισε και αρκίνησε να κλαουνίζει, και να λέει ότι δε το ’καμε ξαπόστα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published