Κάτι που είναι ό,τι να ΄ναι και ταυτόχρονα σχετικά κουλ. Προέρχεται από σειρά με βιντεάκια του youtuber Αλεξέι Γκερασίμοφ, ενώ προηγουμένως ήταν τραγούδι ρωσικού μουσικού συγκροτήματος. (Δες). Ειδικά η τουαλέτα σκίπιτι είναι αυτή μέσα από την οποία βγαίνει ένα ανθρώπινο πρόσωπο.

  1. Είναι ρίζλερ με τελείως σκίπιτι τρόπο.
  2. Ο Κώστας Τσάκωνας ήταν σκίπιτι before it was cool.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρκτικόλεξο για το That Feeling When δηλαδή Αυτό Το Συναίσθημα Που. Συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως αρχή ποστ.

TFW που σου έχουν στρώσει το κρεβάτι σε πεντάστερο ξενοδοχείο και δεν θέλεις να βγεις από το δωμάτιό σου όλη μέρα, ακόμη κι αν είναι να δεις τα καλύτερα αξιοθέατα...

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified