Ρεπ ή rep: ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εκ του representative. Ευφημισμός για τον πλασιέ, τον τύπο που μπουκάρει στον πιο ακατάλληλο χώρο την πιο ακατάλληλη ώρα για να σου πουλήσει από μαγειρικά σκεύη, επαγγελματικό εξοπλισμό μέχρι τουριστικά πακέτα ή πάσης φύσης ασφάλειες.
Αν τυχαίνει το επάγγελμά σου να έχει να κάνει με προμήθειες του Δημοσίου, την έχεις πουτσίσει. Κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, μπορούσες να δεις σε μια μέρα περισσότερους ρεπς απ' ότι αυτοκίνητα ο τροχονόμος Βούλγαρη με Νέα Εγνατία, αλλά τώρα με την κρίση και τα φέσια του Δημοσίου προς τις ιδιωτικές εταιρίες, το φαινόμενο έχει κοπάσει.
Αν έρθει πάλι ο ίδιος ρεπ και με γυρέψει, πες του ότι έχω πάρει αναρρωτική άδεια 45 ημερών.
- Ήρθε ο ρεπ με το κιτ της αρθροπλαστικής, λέει ότι έφερε και δυο έξτρα, κουβανέζικα.
- Θα περιμένει το επόμενο χειρουργείο, τον πρόλαβε άλλος.