Αναφέρεται για ζώα χωρίς κέρατα.
Κυκλοφορεί παντού στα Βαλκάνια (βλάχικα sut- αλβανικά shyt- σλάβικα šutu) με πιθανή λατινική ρίζα. Εδώ έφτασε απ’ τα Αλβανικά.
Είναι μειωτικός χαρακτηρισμός και σημαίνει:
- Βλάκας, μπουνταλάς, ουγκ (αφού αναφέρεται σε ζώα).
- Αυτόν που είναι του χεριού μου, που δεν φέρνει αντίσταση, που κωλώνει (αφού δεν έχει κέρατα - όπλα - μέσα άμυνας).
- Χαντούμης, σεξουαλικά ανίκανος – ανήμπορος (το βαρβάτον των αρσενικών και το μέγεθος των κεράτων τους σχετίζονται τα μάλα, αναντάμ παπαντάμ, σε όλες τις βουκολικές μικροκενωνίες). - Για το θηλυκό, σιούτα, ο Πετρόπουλος διασώζει την ερμηνεία: 
- Γυναίκα χωρίς στήθος, με στήθος σανίδα / πλάκα / κόντρα πλακέ / σιδερώστρα (επίσης απ’ την έλλειψη κεράτων). 
- - Άι σιούτε, προυχώρα!! 
 - Σα πού;
 - Στα γκρέμνα να γλιτώσου απ’ τα σένανε!!
- - Κι άφησες να σου κάνει τη μάπα θερινή αυτός ο σιούτος ρε μαλάκα; 
 - Ήτανε κι ο Ντέρτι Χάρης μαζί του.
- - Ποιος ειν' ο μπροσταρόκριος; 
 - Ου Μήτρους ου σιούτος.
 - Τσώπα!!
 - Έχεις χάσ’ λειτουργίες συ.
- - Γαμώ τον πούστη που ‘βγαλε το γουόντερμπρα. 
 - Σιούτα η …Ντόλυ Πάρτον;
 - Εσύ μπροστά της έχεις βεράντες.
 - Να κεράσω σιλικόνη;
 - Έχεις τίποτε σε μπίο;