Ο κερατάς, στο πιο τρυφερό. Έγινε πολύ γνωστό από το γνωστό ανέκδοτο, οπότε κανονικά όταν το λέμε πρέπει να τσιμπάμε τον άλλο στο μάγουλο. Όπως και ο κερατάς, δεν σημαίνει μόνο τον κυριολεκτικό κερατά, αλλά και κάποιον που ζηλεύουμε, κάποιον που έχει καταφέρει κάτι.

  1. Το ανέκδοτο:
    Περιμένει κάποιος στη στάση, οπότε έρχεται ένας άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει: - Κερατούκλη!... και φεύγει. Την άλλη μέρα το ίδιο. Εκεί που περιμένει το λεωφορείο, πλησιάζει ο άγνωστος και του τσιμπάει το μάγουλο. - Κερατούκλη !... και φεύγει. Αφού έγινε το ίδιο μερικές φορές, λέει στη γυναίκα του. - Άσε ρε γυναίκα, ξέρεις τι μου συμβαίνει τις τελευταίες μέρες; Με πλησιάζει κάποιος άγνωστος με τσιμπάει στο μάγουλο και με λέει κερατούκλη. - Μη δίνεις σημασία άντρα μου. Κανένας τρελός θα είναι. Την άλλη μέρα τον πλησιάζει πάλι ο άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει. - Κερατούκλη, είσαι και μαρτυριάρης ε;;;

  2. Είναι πολύ εριστικός, αλλά γράφει ωραία ο κερατούκλης!

  3. Πσσσσσσσς! Καλά τι λέω ο κερατούκλης! Έγραψα πάλι!

  4. Πλέον η απιστία συχνά αντιμετωπίζεται από τον κερατούκλη με απάθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός για τα «ανθρωπάκια» εκείνα των οποίων η ζωή φαντάζει αναλώσιμη. Αυτονομήθηκε από το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο των ογδόνταζ (παράδειγμα 1) και έχει παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη με την έννοια του άδικου θύματος (παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιείται επίσης με ιδιαίτερη κακεντρέχεια, τόσο από την ρατσιστική άκρα δεξιά αναφορικά με αλλοδαπούς (παράδειγμα 3), όσο και από τους τρομοκράτορες της άκρας αριστεράς αναφορικά με τους δολοφονικούς τους στόχους (παράδειγμα 4).

  1. Τρεις κυνηγοί συναντώνται ύστερα από πολύωρο κυνήγι. - Επιασα δέκα πέρδικες, λέει ο ένας κυνηγός. - Επιασα πέντε λαγούς, λέει ο άλλος. - Επιασα τρία νομιστεράκια, λέει με καμάρι ο τρίτος. - Και τι είναι τα νομιστεράκια; τον ρωτούν. - Νομιστεράκια είναι κάτι μαύρα ζώα που, όταν τα πλησιάζεις, σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και φωνάζουν νο - μίστερ, νο - μίστερ»
    (εδώ)

  2. Το θέμα είναι να βρούμε όλοι το χώρο μας στο δρόμο και όχι να καταλήξουμε νομιστεράκια για τα μηχανοκίνητα. Ο σκοπός δεν είναι η διαμάχη αλλά η χρήση του ποδηλατόδρομου από ποδήλατα.
    (εκεί)

  3. Μολις ξεκινήσει η επανάσταση θα εκτελεστούν όλοι οι ανθέλληνες και τα νομιστεράκια θα σταλούν από κει που ήρθαν.
    (σε κάποιον υπόνομο)

  4. Παρασκευή 15/2/91. Στις 12.15 στην Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. ΥΥΒ 8430 κρεμ. Μάλλον Ντότζ αλλά μοντέλο που δεν έχω ξαναδεί. Λεωφορειάκι. Μέσα είχε διάσπαρτα 6-7 Νομιστεράκια.
    (από το αρχείο της 17Ν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου σημαίνει να είσαι πολύ άντρακλας, να χέζεις στο δάσος. Η έκφραση προέκυψε από κλασικό ανέκδοτο, βλ. παράδειγμα.

- Τι κάνεις ρε Νικολό;
- Καλά ρε Γιάννο, να μόλις γύρισα απ' το Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, όπου σπούδασα Λογική.
- Και τι σημαίνει αυτό;
- Ασχολήθηκα με τους συνειρμούς.
- Δηλαδή;
- Θα σου πω ένα παράδειγμα: Έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
- Ναι.
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν τα ψάρια.
- Ασφαλώς.
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν κι όλα τα πλάσματα του Θεού, η φύση, τα ζώα.
- Δεν έχεις κι άδικο!
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν κι οι γυναίκες.
- Αυτό να λέγεται!
- Άρα είσαι άντρακλας!
- Έλα ρε συ! Λοιπόν, είναι σοφοί αυτοί εκεί στο Πούτσεστερ!

(Την επόμενη ο Γιάννος βρίσκει τον Αντώνη, άλλο φίλο).
- Είδα χτες τον φίλο μας το Νικολό, διέπρεψε στο Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, όπου έκανε Λογική!
- Τι είναι αυτό;
- Θα σου πω: Έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
- Όχι!
- Ρε μπας και είσαι πούστης;;;

(Λέγεται και στην βερσιόν: Άρα είσαι πούστης!)

Σερβετάς σε ρεσιτάλ (Δεν υπάρχει κανένας Κανάκης να τον διακόπτει για να το παίξει μάγκας, απολάυστε άφοβα) (από knasos, 24/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα παλιού και πασίγνωστου ανεκδότου, η οποία πλέον αυτονομήθηκε σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών και υφίσταται ως ξεχωριστή και επίσημα αναγνωρισμένη οντότητα, χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει μία κατάσταση όπου το υποκείμενο κουρντίζεται και φτιάχνεται μόνο του για κάτι χωρίς να υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι αυτό που τον καίει θα στραβώσει.

Για όσους έζησαν τα προηγούμενα χρόνια σε μία γυάλα και δεν γνωρίζουν το ανέκδοτο, τύπος μένει από λάστιχο μέσα στο δάσος μαύρα μεσάνυχτα και δεν έχει γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητο. Βλέπει ένα αγροτόσπιτο στα 500 μέτρα και ξεκινάει.

Όσο περπατάει σκέφτεται και μονολογεί: «Αγροτόσπιτο είναι, σίγουρα θα έχει εργαλεία. Δε μπορεί, ένα γρύλο θα έχει. Για φαντάσου να έχει γρύλο και να μη τον δίνει. Εγώ να το δανειστώ για μισή ώρα θέλω, δεν θα του τον πάρω. Ρε τον πούστη, τον αρχιτσιγκούναρο. Σιγά ρε μπαγλαμά μη σου φάω το γρύλο. Αλλά πρέπει να πέσεις εσύ στην ανάγκη μου να σου σιάξω εγώ τη γραβάτα. Μα τι μάρκα μαλάκας είναι αυτός; Βραδιάτικα να μη βοηθάει, που κανονικά θα 'πρεπε αυτός να έρθει και να αλλάξει το λάστιχο, ο μαλάκας. Αλλά φταίω εγώ που κάθομαι και παρακαλάω».

Χτυπάει την πόρτα και μόλις ανοίγει ο χωρικός, του λέει «ρε άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified