Το να έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου σημαίνει να είσαι πολύ άντρακλας, να χέζεις στο δάσος. Η έκφραση προέκυψε από κλασικό ανέκδοτο, βλ. παράδειγμα.

- Τι κάνεις ρε Νικολό;
- Καλά ρε Γιάννο, να μόλις γύρισα απ' το Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, όπου σπούδασα Λογική.
- Και τι σημαίνει αυτό;
- Ασχολήθηκα με τους συνειρμούς.
- Δηλαδή;
- Θα σου πω ένα παράδειγμα: Έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
- Ναι.
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν τα ψάρια.
- Ασφαλώς.
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν κι όλα τα πλάσματα του Θεού, η φύση, τα ζώα.
- Δεν έχεις κι άδικο!
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν κι οι γυναίκες.
- Αυτό να λέγεται!
- Άρα είσαι άντρακλας!
- Έλα ρε συ! Λοιπόν, είναι σοφοί αυτοί εκεί στο Πούτσεστερ!

(Την επόμενη ο Γιάννος βρίσκει τον Αντώνη, άλλο φίλο).
- Είδα χτες τον φίλο μας το Νικολό, διέπρεψε στο Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, όπου έκανε Λογική!
- Τι είναι αυτό;
- Θα σου πω: Έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
- Όχι!
- Ρε μπας και είσαι πούστης;;;

(Λέγεται και στην βερσιόν: Άρα είσαι πούστης!)

Σερβετάς σε ρεσιτάλ (Δεν υπάρχει κανένας Κανάκης να τον διακόπτει για να το παίξει μάγκας, απολάυστε άφοβα) (από knasos, 24/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας ακόμη χαρακτηρισμός που ξεκίνησε από ανέκδοτο και αυτονομήθηκε. Το άτομο που το εκφέρει εννοεί ότι είναι σε θέση να φέρει την αποστολή του εις πέρας παρ' όλες τις αντιξοότητες, χωρίς να πτοείται, επιδεικνύοντας ευελιξία, εφευρετικότητα, αντοχή κτλ.

Το ανέκδοτο, που πρέπει να εξιστορηθεί με καταιγιστικό ρυθμό, έχει ως εξής:

Νοικοκυρά με χαλασμένη τέντα ψάχνει στον χρυσό οδηγό έναν τεντά και βλέπει την καταχώριση του Μπάμπη.
-Ντρι-! (το κουδούνισμα κόβεται στο πρώτο χτύπημα)
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςλέγετε!
Κυρά Μαρία: Ξέρετε, για μία τέντα...
Μπάμπης: Διεύθυνσηόνομα;
Κυρά Μαρία: Πόντου 46, Παλουκίδη-
Ντζζζζζζζζζζζζζζζ! (Θυροτηλέφωνο)
Κυρά Μαρία: Λέγετεεεε;
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςόροφο;
Κυρά Μαρία: Στον τρί-
Ντλιγκ Ντλογκ! (Πόρτα), η Κυρα Μαρία ανοίγει..
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςφραπέγλυκόγάλα!Πουναιητέντα;
Κυρά Μαρία: Εδώ στο σαλόνι, πάω να σας κάνω τον καφέ σας
Ντζζζζζζζζζζζζζζζ! (Θυροτηλέφωνο)
Κυρά Μαρία: Λέγετεεεε;
Μπάμπης: Ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!

Συναφή: Μαγκάιβερ, γουίνστον γουλφ, ισμπιτιριτζής

- Καλά ρε Χρήστο, χθες ακόμη πλακωνόσουν με τη γριά σου και το Μαράκι, έχασες το ΚΤΕΛ και το φλασάκι σου στο καπάκι, και ξαφνικά έχεις και την εργασία έτοιμη με τα σέα και τα μέα;
- Ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βιαστής. Προέκυψε από ανέκδοτο ξένων γλωσσών- «πώς λένε τον Ιάπωνα βιαστή» (βλ. και λήμμα ό,τι κάτσει), κι από κει πέρασε στην σλανγκ.

Δέβωρα: Του είπα του Βάγγελα ότι δεν ενδιαφέρομαι, αλλά αυτός επιμένει, σώνει και καλά να γίνει φάση... Με το στανιό! Ώρες ώρες γίνεται πολύ φορτικός!
Μαριλού: Να τον προσέχεις! Τον κόβω για κάτσει-δε-κάτσει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σαβουρογάμης. Προέρχεται από ανέκδοτο ξένων γλωσσών, ήτοι: -Πώς λέγεται ο Ιάπωνας σαβουρογάμης; -Ό,τι κάτσει. (Χα χα χα χα...). Αλλά κατέληξε να χρησιμοποιείται ευρύτερα.

Σχηματίζεται αναλογικά με το «κάτσει-δεν-κάτσει».

Συνώνυμα: σαβουρογαμόσαυρος, σαβούρης.

Ο ό,τι κάτσει είναι ένας τύπος, πώς είναι, ας πούμε ο Carembeu, πώς είναι ο Vincent Cassel... Ε, καμία σχέση!

Βλ. και σχετικά λήμματα Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα παλιού και πασίγνωστου ανεκδότου, η οποία πλέον αυτονομήθηκε σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών και υφίσταται ως ξεχωριστή και επίσημα αναγνωρισμένη οντότητα, χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει μία κατάσταση όπου το υποκείμενο κουρντίζεται και φτιάχνεται μόνο του για κάτι χωρίς να υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι αυτό που τον καίει θα στραβώσει.

Για όσους έζησαν τα προηγούμενα χρόνια σε μία γυάλα και δεν γνωρίζουν το ανέκδοτο, τύπος μένει από λάστιχο μέσα στο δάσος μαύρα μεσάνυχτα και δεν έχει γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητο. Βλέπει ένα αγροτόσπιτο στα 500 μέτρα και ξεκινάει.

Όσο περπατάει σκέφτεται και μονολογεί: «Αγροτόσπιτο είναι, σίγουρα θα έχει εργαλεία. Δε μπορεί, ένα γρύλο θα έχει. Για φαντάσου να έχει γρύλο και να μη τον δίνει. Εγώ να το δανειστώ για μισή ώρα θέλω, δεν θα του τον πάρω. Ρε τον πούστη, τον αρχιτσιγκούναρο. Σιγά ρε μπαγλαμά μη σου φάω το γρύλο. Αλλά πρέπει να πέσεις εσύ στην ανάγκη μου να σου σιάξω εγώ τη γραβάτα. Μα τι μάρκα μαλάκας είναι αυτός; Βραδιάτικα να μη βοηθάει, που κανονικά θα 'πρεπε αυτός να έρθει και να αλλάξει το λάστιχο, ο μαλάκας. Αλλά φταίω εγώ που κάθομαι και παρακαλάω».

Χτυπάει την πόρτα και μόλις ανοίγει ο χωρικός, του λέει «ρε άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified