Έπαθα μόρφωση, παραμορφώθηκα, οπότε ... "κουλτούρα να φύγουμε".

  1. Κι όλους τους ξέμπαρκους θα τρώει το σαράκι μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη. έπαθα κουλτούρα. (εδώ)

  2. Ναι ρε πούστη παθαίνω κουλτούρα που και που. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απ' το να *παθαίνεις το όνομα*, όπως λέει ο πρώτος ορισμός, μπορείς να πάθεις και το ... ρήμα!

Όταν με λέτε γκαύλα...Παθαίνω το ρήμα! (εδώ)

Ακριβώς αυτό! Το αξιοσημείωτο λοιπόν γεγονός είναι οτι το "παθαίνω", τα τελευταία χρόνια συντάσσεται και με ουσιαστικά που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο με υπάρχοντα -ομόρριζα με τα ουσιαστικά-, ισχυρότατα (και όλα τα λεφτά) ρήματα. Δηλαδή, αντί για ερωτεύτηκα ή μορφώθηκα, κουλτουριάστηκα, εντυπωσιάστηκα, λες: έπαθα έρωτα, έπαθα μόρφωση, έπαθα κουλτούρα, έπαθα ποιότητα, εντύπωση, ευτυχία, θλίψη, ευεξία και άλλα τέτοια πολλά και κουλά.

Σημείωση (γιατί όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας): Συμβαίνει, για λόγους απλοποίησης ή γιατί δεν σού'ρχεται η λέξη να λες π.χ. έπαθα σοκ, έπαθα πανικό, αντί για σοκαρίστηκα ή πανικοβλήθηκα.

Το ρ. παθαίνω χρησιμοποιείται και με δύο ακόμη τρόπους:

  1. Κανονική σύνταξη με νορμάλ (!) ουσιαστικά, π.χ. παθαίνω εγκεφαλικό, αφυδάτωση, ιλαρά, αγκύλωση, ντεζαβού κ.ά., όπου, όταν υπάρχει αργκό αυτή χαρακτηρίζει μόνο το ουσιαστικό, γιατί το παθαίνω παίζει εδώ βοηθητικό, διακριτικό ρόλο (δεν 'παθαίνεις εντύπωση' μαζί του).

  2. Σύνταξη με ευφάνταστα, πειραγμένα ουσιαστικά όπως τα καρασλανγκισθέντα:
    παθαίνω μιλφόπλακα,
    σεντόνι,
    πλάκα,
    κάζο,
    ντουβρουτζά,
    κωλομπέρδεμα,
    λαλά,
    μπακακάο,
    κολούμπρα,
    κοκομπλόκο,
    τραμπάκουλο,
    μουνόπλακα,
    τη μούνα μου.
    Μπορούν να προστεθούν και τα παθαίνω ζημιά και παθαίνω τσιμπουκόφσκι. (Δες παράδειγμα 5).

Σλανγκασίστ: Galadriel, εδώ.

  1. Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)

  2. Πάθαμε ευτυχία για τρια δευτερόλεπτα στο κεντρο. τοσο χιονισε (εδώ)

  3. Είμαι στη φάση που χαίρομαι που έφυγα από το γραφείο στο 9ωρο αντί για 10- ή 11ωρο, μη μου μιλάτε για τις διακοπές σας, παθαίνω θλίψη. (εδώ)

  4. Έχετε μπερδέψει τον έρωτα με πάρτυ. Σε πάρτυ κάνουμε εντύπωση. Στον έρωτα παθαίνουμε εντύπωση (εδώ)

  5. Έπαθα τσιμπουκόφσκι. (εδώ)

  6. Έπαθα αξιοπρέπεια. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτεύομαι, αφού.

Συνώνυμα: Δαγκώνω την λαμαρίνα, είμαι καψουροκαμένος.
Πώς λέμε μου ζάλισες τον έρωτα; = Αντώνυμο

Σε αναλογία με το παθαίνω μόρφωση. Χάρις Αλεξίου - Θα Πάθεις Έρωτα
♪♫ Εσύ για μένα θα πάθεις έρωτα
κι εγώ για σένα θα κινδυνέψω.
Με τα βρεμένα και τ' ασιδέρωτα
της αλητείας θα βγαίνουμε έξω.
♪♫

  1. 'Να πάθω έρωτα αντί να παθαίνω ξενέρωτα' -expectations_2015 (εδώ)

  2. Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)

  3. Εγω επαθα ερωτα και εσυ επαθες σταρχιδιασου

  4. -Ωχ
    -Τι έπαθες;
    -Έρωτα
    μαζί σου!
    (δεν γαμάτε και θα γελάει με τις φίλες της για κανένα χρόνο)

  5. φημες λενε οτι αν χαμογελας σα χαζος πανω απ το κινητο στη 1 το βραδυ επαθες ερωτα και περαστικα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified